πέλειος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(31) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=πέλειος | |||
|Medium diacritics=πέλειος | |||
|Low diacritics=πέλειος | |||
|Capitals=ΠΕΛΕΙΟΣ | |||
|Transliteration A=péleios | |||
|Transliteration B=peleios | |||
|Transliteration C=peleios | |||
|Beta Code=pe/leios | |||
|Definition=v. [[lividus]], ''Gloss.'' | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0550.png Seite 550]] schwarz, schwärzlich, Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0550.png Seite 550]] schwarz, schwärzlich, Hesych. |
Latest revision as of 11:08, 31 January 2021
English (LSJ)
v. lividus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 550] schwarz, schwärzlich, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πέλειος: «πελείους: Κῶοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείους
Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας»
2. πελιδνός, μαυροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ. «πελείους
Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» οφείλεται στο γκριζωπό χρώμα τών μαλλιών τών γερόντων, που μοιάζει με εκείνο τών αγριοπερίστερων (βλ. και λ. πέλεια). Η γραφή, τέλος, πελίους, πελίας οφείλεται στη σύνδεση της λ. με το επίθ. πελιός «ωχρομέλας, πελιδνός» (βλ. λ. πελιδνός)].