παλίσσυτος: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλίσσυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορμά [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>συτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[ορμώ]], [[καταδιώκω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-<i>σσυτος</i>]. | |mltxt=[[παλίσσυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορμά [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>συτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[ορμώ]], [[καταδιώκω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-<i>σσυτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰλίσσῠτος:''' -ον ([[σεύω]]), αυτός που ορμά εσπευσμένα προς τα [[πίσω]], [[δρόμημα]] παλίσσυτον, εσπευσμένη [[οπισθοχώρηση]], σε Σοφ.· [[παλίσσυτος]] στείχειν, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:46, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (σεύω, ἔσσυμαι)
A rushing back, π. δράμημα hurried flight, S.OT193(lyr.); π. στεῖχε E.Supp.388; ὁρμῆσαι Plb. 15.12.2, cf. παλίσσυρτος; χολή Aret.SD1.15; π. φύσις recovering, Id.CA2.3.
German (Pape)
[Seite 452] zurückeilend; παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι πάτρας ἄπουρον, Soph. O. R. 193; στεῖχε, Eur. Suppl. 404; sp. D., wie Nic. Ther. 571; Ap. Rh. 1, 1206; u. in Prosa, παλίσσυτα ὥρμησε τὰ θηρία, Pol. 15, 12, 2; Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίσσυτος: -ον, (σεύω, ἔσσυμαι) ὁ κατεσπευσμένως ὁρμῶν εἰς τὰ ὀπίσω, δρόμημα π., κατεσπευσμένη φυγή, Σοφ. Ο. Τ. 193· παλ. στείχειν Εὐρ. Ἱκέτ. 388· ὁρμᾶν Πολύβ. 15. 12, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se précipite en arrière.
Étymologie: πάλιν, σεύω.
Greek Monolingual
παλίσσυτος, -ον (Α)
αυτός που ορμά προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -συτος (< συτός < σεύομαι «ορμώ, καταδιώκω»), πρβλ. αυτό-σσυτος].
Greek Monotonic
πᾰλίσσῠτος: -ον (σεύω), αυτός που ορμά εσπευσμένα προς τα πίσω, δρόμημα παλίσσυτον, εσπευσμένη οπισθοχώρηση, σε Σοφ.· παλίσσυτος στείχειν, σε Ευρ.