πολυδίνητος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(33) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polydinitos | |Transliteration C=polydinitos | ||
|Beta Code=poludi/nhtos | |Beta Code=poludi/nhtos | ||
|Definition=[ῑ], ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ῑ], ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[much-whirled]], φύλλον <span class="bibl">D.P.407</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:57, 1 July 2020
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A much-whirled, φύλλον D.P.407.
German (Pape)
[Seite 662] viel oder sehr gedreht, gewirbelt, gewunden, D. Per. 407, v. l. περιδίνητος.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠδίνητος: -ον, ὁ πολλὰς ἐπικλάσεις καὶ καμπὰς ἔχων, φύλλῳ δ’ ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος, περὶ τῆς Πελοποννήσου ἧς τὸ σχῆμα εἶναι ὅμοιον πρὸς φύλλον πλατάνου, Διον. Περιηγ. 407.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολύκαμπτος («φύλλῳ δ' ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος» — λεγόταν για την Πελοπόννησο, της οποίας το σχήμα μοιάζει με φύλλο πλατάνου, Δίον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δινητός (< δινῶ), πρβλ. αει-δίνητος].