πολύγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σγουρός]], [[κατσαρός]] («πολύγναμπτον [[σέλινον]]», Θεοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γναμπτός]] «[[καμπύλος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>γναμπτος</i>, <i>εύ</i>-<i>γναμπτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σγουρός]], [[κατσαρός]] («πολύγναμπτον [[σέλινον]]», Θεοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γναμπτός]] «[[καμπύλος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>γναμπτος</i>, <i>εύ</i>-<i>γναμπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύγναμπτος:''' -ον, αυτός που λυγίζει [[πολύ]], αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· [[σγουρός]], [[κατσαρός]], [[σέλινον]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγναμπτος Medium diacritics: πολύγναμπτος Low diacritics: πολύγναμπτος Capitals: ΠΟΛΥΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: polýgnamptos Transliteration B: polygnamptos Transliteration C: polygnamptos Beta Code: polu/gnamptos

English (LSJ)

ον,

   A much-bent, much-twisting, μυχοί Pi.O.3.27; λαβύρινθοι AP9.191; προχοαί Q.S.1.286; curly, σέλινον Theoc. 7.68.

German (Pape)

[Seite 661] viel, sehr od. auf vielerlei Art gekrümmt; μυχοί, Pind. Ol. 3, 27, von Gebirgsgegenden; λαβύρινθος, mit vielen Windungen, Ep. ad. 564 (IX, 191); πορεία, Nonn. D. 14, 373; σέλινον, kraus, Theocr. 7, 68.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγναμπτος: -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· λαβύρινθος Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, σγουρός, σέλινον Θεόκρ. 7. 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a beaucoup de sinuosités, aux détours abondants;
2 recourbé, frisé en parl. de certains feuillages.
Étymologie: πολύς, γνάμπτω.

English (Slater)

πολύγναμπτος
   1 meandering Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν (O. 3.27)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές
2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.)
3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω «κάμπτω»), πρβλ. ά-γναμπτος, εύ-γναμπτος].

Greek Monotonic

πολύγναμπτος: -ον, αυτός που λυγίζει πολύ, αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· σγουρός, κατσαρός, σέλινον, σε Θεόκρ.