περιαγής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α [[περιάγνυμι]]<br /><b>1.</b> ο [[σπασμένος]] σε κομμάτια<br /><b>2.</b> [[στρογγυλός]] («τὸ μὲν [[σχῆμα]] περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κυρτός]] («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο κεκαμμένος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[ευθύ]].
|mltxt=-ές, Α [[περιάγνυμι]]<br /><b>1.</b> ο [[σπασμένος]] σε κομμάτια<br /><b>2.</b> [[στρογγυλός]] («τὸ μὲν [[σχῆμα]] περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κυρτός]] («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο κεκαμμένος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[ευθύ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιᾱγής:''' -ές ([[περιάγνυμι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σπασμένος]] σε κομμάτια, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> = [[περιηγής]], αρκετά [[στρογγυλός]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾱγής Medium diacritics: περιαγής Low diacritics: περιαγής Capitals: ΠΕΡΙΑΓΗΣ
Transliteration A: periagḗs Transliteration B: periagēs Transliteration C: periagis Beta Code: periagh/s

English (LSJ)

ές,

   A broken in pieces, αἰγανέαι AP6.163 (Mel.).    II = περιηγής (q. v.), round, τρύπανον ib.204 (Leon.); σχῆμα π. ὡς κύρτου Plu.2.494b ; ὅλμος Androm. ap. Gal.14.38 ; of the rounded front of the vertebrae, Ruf. Oss.24.    2 bent, opp. εὐθύς, Ph.Bel.52.32, 62.8; π. ἠρέμα χωρίον gently curving, Dion.Byz.28, cf. Porph.in Harm.p.21 D.

German (Pape)

[Seite 567] ές, umgebogen oder zerbrochen; αἰγανέαι, Mel. 115 (VI, 163); τρύπανον περιαγές, bei Leon. Tar. 28 (VI, 204), dor. für περιηγές, der herumgedreht wird, d. h. rund; Conj. Reiske's bei Plut. de Pyth. or. 21: ἐν κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι, vgl. de amor. prol. 2, τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικοῦ κύρτου.

Greek (Liddell-Scott)

περιᾱγής: -ές, (περιάγνυμι) ὁ εἰς τεμάχια τεθραυσμένος, αἱγανέαι περιαγέες, ἀκόντια συντετριμμένα, Ἀνθ. Π. 6. 163. ΙΙ. = περιηγής (ὃ ἴδε), περιφερής, στρογγύλος, τρύπανον περιαγὲς αὐτόθι 204· ἐπὶ δικτύου, Πλούτ. 2. 494Β· κυρτός, ἐπὶ κατόπτρου, κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι αὐτόθι 404C (οὕτως ὁ Reisk ἀντὶ περιαυγέσι). - Ἴδε Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 539, 596-7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 arrondi;
2 recourbé, convexe.
Étymologie: περιάγνυμι.

Greek Monolingual

-ές, Α περιάγνυμι
1. ο σπασμένος σε κομμάτια
2. στρογγυλός («τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», Πλούτ.)
3. κυρτός («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», Πλούτ.)
4. ο κεκαμμένος, σε αντιδιαστολή προς τον ευθύ.

Greek Monotonic

περιᾱγής: -ές (περιάγνυμι
I. σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.
II. = περιηγής, αρκετά στρογγυλός, στο ίδ.