πολύξεστος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ξεστεί πολύ, που έχει λειανθεί πολύ, καλογυαλισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ξεστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i> «[[λειαίνω]], [[γυαλίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>ξεστος</i>, <i>εύ</i>-<i>ξεστος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ξεστεί πολύ, που έχει λειανθεί πολύ, καλογυαλισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ξεστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i> «[[λειαίνω]], [[γυαλίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>ξεστος</i>, <i>εύ</i>-<i>ξεστος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύξεστος:''' -ον ([[ξέω]]), [[πολύ]] [[γυαλιστερός]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ξέω)
A much-polished, πύλαι (of Hades) f.l. in S.OC1570 (lyr., leg. πολυξένοις).
German (Pape)
[Seite 667] viel oder sorgfältig gehobelt, geglättet, πύλαι, Soph. O. C. 1566, vgl. Schol.
Greek (Liddell-Scott)
πολύξεστος: -ον, (ξέω) ὁ πολὺ ἐξεσμένος, ἐστιλβωμένος, Σοφ. Ο. Κ. 1570.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
raboté avec soin ; poli avec art.
Étymologie: πολύς, ξέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ξεστεί πολύ, που έχει λειανθεί πολύ, καλογυαλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ξεστός (< ξέω «λειαίνω, γυαλίζω»), πρβλ. ά-ξεστος, εύ-ξεστος].
Greek Monotonic
πολύξεστος: -ον (ξέω), πολύ γυαλιστερός, σε Σοφ.