παραπλήρωμα: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(31) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΑ [[παραπληρώ]]<br />συμπληρωματική [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γωνία]] η οποία όταν προστεθεί σε [[άλλη]] αποτελεί [[μαζί]] της [[άθροισμα]] δύο ορθών γωνιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[παραγέμισμα]] («ὀνομάτων [[παραπλήρωμα]]» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή [[χάριν]] του μέτρου, Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[χορτασμός]]. | |mltxt=το, ΝΑ [[παραπληρώ]]<br />συμπληρωματική [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γωνία]] η οποία όταν προστεθεί σε [[άλλη]] αποτελεί [[μαζί]] της [[άθροισμα]] δύο ορθών γωνιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[παραγέμισμα]] («ὀνομάτων [[παραπλήρωμα]]» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή [[χάριν]] του μέτρου, Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[χορτασμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραπλήρωμα:''' ατος τό рит.-грам. добавочное слово или выражение (вставляемое из чисто стилистических соображений). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A expletive, ὀνομάτων π. words and phrases of such kind, D.H. Dem.39, cf. 19 ; λέξεων Id.Isoc.3. II Geom., complement of a parallelogram, Euc. 1.43, etc. III = sagina, Gloss.
German (Pape)
[Seite 494] τό, etwas zur beiläufigen Ausfüllung Dienendes, was also nicht wesentlich ist, Nebensache, Lückenbüßer, D. Hal. de adm. vi Dem. 19 u. öfter, wie andere Gramm. u. Scholl., bes. von einzelnen Wörtern u. Wendungen, welche man zur besseren Ausfüllung u. Abrundung des Satzes braucht.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλήρωμα: τό, πλεόνασμα, ὀνομάτων παραπλ., λέξεις καὶ φράσεις πλεονάζουσαι, τὸ τοῦ Κικέρωνος complementa numerorum, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 39, πρβλ. περὶ Ἰσοκρ. 3· «παραπλήρωμα δέ ἐστι λέξις ἐκ περισσοῦ κειμένη κόσμου χάριν ἢ μέτρου» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 721, 5. 2) συμπλήρωμα, συμπλήρωσις, τούτων [τῶν νόμων] Κλήμ. Ἀλ. 85.
Greek Monolingual
το, ΝΑ παραπληρώ
συμπληρωματική προσθήκη, συμπλήρωμα
νεοελλ.
γωνία η οποία όταν προστεθεί σε άλλη αποτελεί μαζί της άθροισμα δύο ορθών γωνιών
αρχ.
1. πλεόνασμα, παραγέμισμα («ὀνομάτων παραπλήρωμα» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή χάριν του μέτρου, Διον. Αλ.)
2. χορτασμός.
Russian (Dvoretsky)
παραπλήρωμα: ατος τό рит.-грам. добавочное слово или выражение (вставляемое из чисто стилистических соображений).