πολυφραδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[ευφραδής]], πολύ [[εύγλωττος]] ή πολύ [[συνετός]] («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[ξακουστός]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] («πολυφραδὲς [[ἔργον]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>φράδος</i>, <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] / <i>φράζομαι</i> «[[μιλώ]], [[διανοούμαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αρι</i>-[[φραδής]], <i>ευ</i>-[[φραδής]].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[ευφραδής]], πολύ [[εύγλωττος]] ή πολύ [[συνετός]] («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[ξακουστός]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] («πολυφραδὲς [[ἔργον]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>φράδος</i>, <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] / <i>φράζομαι</i> «[[μιλώ]], [[διανοούμαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αρι</i>-[[φραδής]], <i>ευ</i>-[[φραδής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυφρᾰδής:''' -ές ([[φράζω]]), [[πολύ]] [[εύγλωττος]] ή [[σοφός]], σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 01:19, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφρᾰδής Medium diacritics: πολυφραδής Low diacritics: πολυφραδής Capitals: ΠΟΛΥΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: polyphradḗs Transliteration B: polyphradēs Transliteration C: polyfradis Beta Code: polufradh/s

English (LSJ)

ές, (φράζω)

   A very eloquent or wise, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Id.Th.494, cf. Semon.7.93 (Sup.).    II much talked of, famous, ἔργον IG14.2012A26 (Sulp. Max.).

German (Pape)

[Seite 676] ές, sehr beredt, sehr verständig, klug; ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς, Hes. Th. 494; Simonds de mul. 93.

Greek (Liddell-Scott)

πολυφρᾰδής: -ές, (φράζω) λίαν εὔγλωτος ἢ σοφός, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθεὶς Ἡσ. Θ. 494, πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 93. ΙΙ. περὶ οὗ πολὺς γίνεται λόγος, περίφημος, ἔργον Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 618. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυφραδέος· πολυκερδοῦς. ἢ λίαν συνετοῦ».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très sage, très avisé.
Étymologie: πολύς, φράζω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.)
2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φραδής (< αμάρτυρο τ. φράδος, τὸ < φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. αρι-φραδής, ευ-φραδής.

Greek Monotonic

πολυφρᾰδής: -ές (φράζω), πολύ εύγλωττος ή σοφός, σε Ησίοδ.