ξυλοκόπος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[ξυλοκόπος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, [[ιδίως]] από το [[δάσος]] («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> η [[σφήκα]] [[ξυλοκόπη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τα πτηνά [[κελεός]] και [[κνιπολόγος]]) αυτός που χτυπά το [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[κόπος]]. | |mltxt=-ο (Α [[ξυλοκόπος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, [[ιδίως]] από το [[δάσος]] («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> η [[σφήκα]] [[ξυλοκόπη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τα πτηνά [[κελεός]] και [[κνιπολόγος]]) αυτός που χτυπά το [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[κόπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξῠλοκόπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που πελεκάει ή κόβει ξύλα, [[δρυοκολάπτης]], [[ξυλοφάγος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (κόπτω)
A hewing, felling wood, πέλεκυς X.Cyr.6.2.36 (v.l. ξυλοτόμος). b Subst. -κόπος, ὁ, wood-feller, LXX Jo.9.27(21), Str. 16.4.11. 2 pecking wood, of the birds κελεός and κνιπολόγος, Arist.HA593a9,14.
German (Pape)
[Seite 281] Holz hauend, schlagend, spaltend; πέλεκυς, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Baumhacker, Specht, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ κόπτων ξύλα, πέλεκυς Ξεν. Κύρ. 6. 2, 36, ἔνθα ἕτεροι ξυλοτόμος. 2) ὁ κτυπῶν τὸ ξύλον, ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ κολεοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui coupe du bois;
2 subst. ὁ ξυλοκόπος pivert (oiseau « qui entaille le bois »).
Étymologie: ξύλον, κόπτω.
Greek Monolingual
-ο (Α ξυλοκόπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, ιδίως από το δάσος («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», Στράβ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. η σφήκα ξυλοκόπη
αρχ.
(για τα πτηνά κελεός και κνιπολόγος) αυτός που χτυπά το ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λιθο-κόπος.
Greek Monotonic
ξῠλοκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που πελεκάει ή κόβει ξύλα, δρυοκολάπτης, ξυλοφάγος, σε Ξεν.