ὁδοποιός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὁδοποιός]])<br />αυτός που [[είναι]] [[ειδικός]] στη [[χάραξη]] και στην [[κατασκευή]] [[δρόμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εγκαινιάζει [[κάτι]] καινούργιο, [[πρωτοπόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επόπτης]] τών [[οδών]]<br /><b>2.</b> [[ταχυδρόμος]], [[αγγελιαφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=ο (Α [[ὁδοποιός]])<br />αυτός που [[είναι]] [[ειδικός]] στη [[χάραξη]] και στην [[κατασκευή]] [[δρόμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εγκαινιάζει [[κάτι]] καινούργιο, [[πρωτοπόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επόπτης]] τών [[οδών]]<br /><b>2.</b> [[ταχυδρόμος]], [[αγγελιαφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁδοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανοίγει δρόμο, [[μηχανικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[επόπτης]] κατασκευής δημοσίων [[δρόμων]], σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοποιός Medium diacritics: ὁδοποιός Low diacritics: οδοποιός Capitals: ΟΔΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hodopoiós Transliteration B: hodopoios Transliteration C: odopoios Beta Code: o(dopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A one who opens the way, road-maker, pioneer, X.Cyr.6.2.36,J.BJ3.6.2 ; road-surveyor, Aeschin.3.25,Arist. Ath.54.1 (pl.) ; courier, POxy.1656.1 (iv/v A. D.).

German (Pape)

[Seite 294] den Weg machend, bahnend, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Aeschin. 3, 25 eine Behörde in Athen.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοποιός: ὁ, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ὁ ὁδοποιῶν, Ξέν. Κύρ. 6. 2, 36˙ - ἐπόπτης τῶν ὁδῶν, Αἰσχίν. 57. 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui fraye le chemin, pionnier;
2 agent préposé à la confection ou à l’entretien des routes.
Étymologie: ὁδός, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α ὁδοποιός)
αυτός που είναι ειδικός στη χάραξη και στην κατασκευή δρόμων
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εγκαινιάζει κάτι καινούργιο, πρωτοπόρος
αρχ.
1. ο επόπτης τών οδών
2. ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -ποιός].

Greek Monotonic

ὁδοποιός: ὁ (ποιέω),·
1. αυτός που ανοίγει δρόμο, μηχανικός, σε Ξεν.
2. επόπτης κατασκευής δημοσίων δρόμων, σε Αισχίν.