Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ναύτη) [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φτάνω]] («[[ἄλγημα]]... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)<br /><b>4.</b> (με ηθ. σημ.) [[παραστρατώ]] («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀκέλλω]] πλοῡν» — [[διευθύνω]] το [[πλοίο]] ως [[πηδαλιούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέλλω]].
|mltxt=[[ὀκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ναύτη) [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φτάνω]] («[[ἄλγημα]]... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)<br /><b>4.</b> (με ηθ. σημ.) [[παραστρατώ]] («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀκέλλω]] πλοῡν» — [[διευθύνω]] το [[πλοίο]] ως [[πηδαλιούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέλλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀκέλλω:''' = [[κέλλω]]· παρατ. <i>ὤκελλον</i>, αόρ. αʹ <i>ὤκειλα</i>· [[ναυτικός]] όρος, που χρησιμ.:<br /><b class="num">I.</b> μτβ., για τους ναύτες, [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]] ή στην [[ακτή]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., για το [[πλοίο]], ρίχνομαι, [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]], σε Θουκ., Ξεν.· ομοίως, μεταφ., σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκέλλω Medium diacritics: ὀκέλλω Low diacritics: οκέλλω Capitals: ΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: okéllō Transliteration B: okellō Transliteration C: okello Beta Code: o)ke/llw

English (LSJ)

=κέλλω, Ar.Ach.1159 : impf.

   A ὤκελλον H

German (Pape)

[Seite 315] = κέλλω, bes. τὰς ναῦς, Schiffe auf den Strand treiben, scheitern lassen, δεινὸς κλύδων ὤκειλε ναῦν πρὸς γῆν, Eur. I. T. 1379; Her. 8, 84; τὸν ἑαυτοῦ κυβερνήτην ἀναγκάσας ὀκεῖλαι τὴν ναῦν, Thuc. 4, 12; allgemeiner, Nic. Ther. 295, τὸν πλόον ὀκέλλει, treibt, nimmt den Lauf; – auch intr., τῶν νεῶν πολλαὶ ὀκέλλουσι καὶ ἐκπίπτουσι, Xen. An. 7, 5, 12, stranden; komisch Ar. Ach. 1123; – übertr., ὤκειλεν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾶς σωφροσύνης, er ging über, Ath. VI, 274 e; κακὸν ἐς ἀνήκεστον, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκέλλω: ὡς τὸ κέλλω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, Ξεν.: παρατ. ὤκελλον Ἡρόδ.: ἀόρ. ὤκειλα· - ναυτικὴ λέξις ἐν χρήσει, Ι. μεταβ. ἐπὶ ναυτῶν, ῥίπτω τὸ πλοῖον εἰς τὴν ξηράν, τὰς νῆας Ἡρόδ. 8. 84, Θουκ. 4. 11· ἐπὶ κύματος, Εὐρ. Ι. Τ. 1379 2) πλόον ὀκέλλω, διευθύνω τὸν πλοῦν, Νικ. Θ. 295· ἔτι καὶ στίβον ὀκ. αὐτόθι 321. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ πλοίου, πίπτω εἰς τὴν ξηράν, «πέφτω ἔξω», Θουκ. 2. 91., Ξεν. Ἀν. 7. 5, 12· οὕτω μεταφ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, πρβλ. Ἀθήν. 274F· - Λέξις πεζογραφικὴ ἀπαντῶσα ἅπαξ παρ’ Εὐρ.· ὁ ἀρχαιότερος καὶ ποιητικὸς τύπος εἶναι κέλλω, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ὤκειλα, pf. inus.
1 tr. faire aborder;
2 intr. (s.e. ναῦν) aborder.
Étymologie: cf. κέλλω.

Greek Monolingual

ὀκέλλω (Α)
1. (για ναύτη) ρίχνω το πλοίο στην ξηρά
2. (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, προσαράζω
3. μτφ. φτάνωἄλγημα... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)
4. (με ηθ. σημ.) παραστρατώ («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)
5. φρ. «ὀκέλλω πλοῡν» — διευθύνω το πλοίο ως πηδαλιούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέλλω.

Greek Monotonic

ὀκέλλω: = κέλλω· παρατ. ὤκελλον, αόρ. αʹ ὤκειλα· ναυτικός όρος, που χρησιμ.:
I. μτβ., για τους ναύτες, ρίχνω το πλοίο στην ξηρά ή στην ακτή, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. αμτβ., για το πλοίο, ρίχνομαι, πέφτω στην ξηρά, προσαράζω, σε Θουκ., Ξεν.· ομοίως, μεταφ., σε Αριστοφ.