ὁμόλεκτρος: Difference between revisions
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόλεκτρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κοιμάται ή κοιμήθηκε στο ίδιο [[κρεβάτι]] με έναν [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. ως επίθ. και ως ουσ.) [[σύζυγος]] («[[ὁμόλεκτρος]] [[γυνή]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέκτρον]] «[[κρεβάτι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αινό</i>-<i>λεκτρος</i>]. | |mltxt=[[ὁμόλεκτρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κοιμάται ή κοιμήθηκε στο ίδιο [[κρεβάτι]] με έναν [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. ως επίθ. και ως ουσ.) [[σύζυγος]] («[[ὁμόλεκτρος]] [[γυνή]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέκτρον]] «[[κρεβάτι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αινό</i>-<i>λεκτρος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμόλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), αυτός που μοιράζεται το ίδιο [[κρεβάτι]] με κάποιον, σε Ευρ.· [[αλλά]], Ζηνὸς ὁμόλεκτρον [[κάρα]], λέγεται για τον Τυνδάρεω, τον σύζυγο της Λήδας, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sharing the same bed, γυνή E.Or.508 ; but Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, of Tyndareos, as husband of Leda, ib.476 : Subst., wife, AP7.295 (Leon.), IG12(5).307 (Paros), Ath.Mitt.49.117 (Argos).
German (Pape)
[Seite 337] von gemeinschaftlichem Bette, Gattinn, γυνή, Eur. Or. 507.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόλεκτρος: -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης, ὁμόκοιτος, γυνὴ Εὐρ. Ὀρ. 508· ἀλλά, Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, ἐπὶ τοῦ Τυνδάρεω ὡς συζύγου τῆς Λήδας, μεθ’ ἧς ἐκοιμήθη καὶ ὁ Ζεύς, αὐτόθι 476.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui partage le même lit : époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, λέκτρον.
Syn. ὁμοδέμνιος.
Greek Monolingual
ὁμόλεκτρος, -ον (Α)
1. αυτός που κοιμάται ή κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι με έναν άλλο
2. (το αρσ. και θηλ. ως επίθ. και ως ουσ.) σύζυγος («ὁμόλεκτρος γυνή», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό-λεκτρος].
Greek Monotonic
ὁμόλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι με κάποιον, σε Ευρ.· αλλά, Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, λέγεται για τον Τυνδάρεω, τον σύζυγο της Λήδας, στον ίδ.