ὀξύπεινος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύπεινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για αετό) αυτός που πεινάει πολύ, [[αδηφάγος]], [[λαίμαργος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πειναλέος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αισθάνεται [[μεγάλη]] [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («πρὸς τοὺς λόγους [[ὀξύπεινος]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀξυπείνως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[πείνα]], με [[λαιμαργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείνα]])].
|mltxt=[[ὀξύπεινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για αετό) αυτός που πεινάει πολύ, [[αδηφάγος]], [[λαίμαργος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πειναλέος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αισθάνεται [[μεγάλη]] [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («πρὸς τοὺς λόγους [[ὀξύπεινος]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀξυπείνως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[πείνα]], με [[λαιμαργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείνα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύπεινος:''' -ον ([[πεῖνα]]), [[πάρα]] [[πολύ]] πεινασμένος, αυτός που λιμοκτονεί, [[αχόρταγος]], σε Κικ.
}}
}}

Revision as of 18:51, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπεινος Medium diacritics: ὀξύπεινος Low diacritics: οξύπεινος Capitals: ΟΞΥΠΕΙΝΟΣ
Transliteration A: oxýpeinos Transliteration B: oxypeinos Transliteration C: oksypeinos Beta Code: o)cu/peinos

English (LSJ)

ον,

   A ravenously hungry, ravenous, greedy, of the eagle, Arist.HA619b29 ; of persons, Antiph.276, Eub.10.4 : metaph., πρὸς τοὺς λόγους ὀ. Plu.2.512f, cf. Cic.Att.2.12.2 :—later ὀξῠ-πείνης, ου, ὁ, of one who eats between meals, Anon.in EN182.9 ; τένθης λέγεται ὁ ὀ. καὶ προτένθης Procl.ad Hes.Op.522.

German (Pape)

[Seite 353] heißhungerig, gefräßig; Demonic. com. bei Ath. IX, 410 d u. a. Comic. bei Ath. II, 47 b; Arist. H. A. 9, 34; πρὸς τοὺς λόγους, Plut. de garrul. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπεινος: -ον, ὁ σφόδρα πεινῶν, πειναλέος, ἀδηφάγος, λαίμαργος, ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 3· ἐπὶ προσώπων, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 20, Εὔβουλ. ἐν «Ἀντιόπῃ» 2· ― μεταφορ., πρὸς τοὺς λόγους ὀξ. Πλούτ. 2. 512F, πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 12, 2· ― μεταγεν., ὀξυπείνης, ου, ὁ, Φιλῆς π. Ζῴων 3. 8, Πρόκλ., κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une faim aiguë : πρός τι affamé de qch.
Étymologie: ὀξύς, πεῖνα.

Greek Monolingual

ὀξύπεινος, -ον (Α)
1. (για αετό) αυτός που πεινάει πολύ, αδηφάγος, λαίμαργος
2. (για πρόσ.) πειναλέος
3. μτφ. αυτός που αισθάνεται μεγάλη επιθυμία για κάτι («πρὸς τοὺς λόγους ὀξύπεινος», Πλούτ.).
επίρρ...
ὀξυπείνως (Α)
με μεγάλη πείνα, με λαιμαργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πεινος (< πείνα)].

Greek Monotonic

ὀξύπεινος: -ον (πεῖνα), πάρα πολύ πεινασμένος, αυτός που λιμοκτονεί, αχόρταγος, σε Κικ.