ὀργανιστής: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(29)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=organistis
|Transliteration C=organistis
|Beta Code=o)rganisth/s
|Beta Code=o)rganisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">waterworks-engineer</b>, PLond.3.1177.72,80 (pl., ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">musician, instrumentalist</b>, <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Alc.</span>p.202</span> C.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">waterworks-engineer</b>, PLond.3.1177.72,80 (pl., ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[musician]], [[instrumentalist]], <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Alc.</span>p.202</span> C.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[οργανίστας]], ο (ΑΜ [[ὀργανιστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουσικός]] που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. [[οργανοκρούστης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που παίζει μουσικό όργανο, [[οργανοπαίκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανικός]] υδραυλικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀργανίζω]]. Ο τ. [[οργανίστας]] [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>organist</i>].
|mltxt=και [[οργανίστας]], ο (ΑΜ [[ὀργανιστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουσικός]] που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. [[οργανοκρούστης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που παίζει μουσικό όργανο, [[οργανοπαίκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανικός]] υδραυλικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀργανίζω]]. Ο τ. [[οργανίστας]] [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>organist</i>].
}}
}}

Revision as of 10:00, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργᾰνιστής Medium diacritics: ὀργανιστής Low diacritics: οργανιστής Capitals: ΟΡΓΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: organistḗs Transliteration B: organistēs Transliteration C: organistis Beta Code: o)rganisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A waterworks-engineer, PLond.3.1177.72,80 (pl., ii A.D.).    2 musician, instrumentalist, Olymp.in Alc.p.202 C.

Greek Monolingual

και οργανίστας, ο (ΑΜ ὀργανιστής)
νεοελλ.
μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. οργανοκρούστης
μσν.-αρχ.
αυτός που παίζει μουσικό όργανο, οργανοπαίκτης
αρχ.
μηχανικός υδραυλικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω. Ο τ. οργανίστας είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organist].