ὀρσόλοπος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρσόλοπος]], -ον (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] του Αρεως) αυτός που ορμά στη [[μάχη]], [[ορμητικός]], [[πολεμικός]], [[θυελλώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρρος]] (-<i>ρσ</i>-) «οπίσθια, γλουτοί» <span style="color: red;">+</span> [[λέπω]] «[[γδέρνω]]» με τη σημ. ότι [[ὀρσόλοπος]] [[είναι]] «αυτός που λέπει τον ὄρρον του πολεμίου»].
|mltxt=[[ὀρσόλοπος]], -ον (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] του Αρεως) αυτός που ορμά στη [[μάχη]], [[ορμητικός]], [[πολεμικός]], [[θυελλώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρρος]] (-<i>ρσ</i>-) «οπίσθια, γλουτοί» <span style="color: red;">+</span> [[λέπω]] «[[γδέρνω]]» με τη σημ. ότι [[ὀρσόλοπος]] [[είναι]] «αυτός που λέπει τον ὄρρον του πολεμίου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρσόλοπος:''' -ον, [[πρόθυμος]] για [[σύγκρουση]], [[φίλερις]], λέγεται για τον Άρη, σε Ανακρ. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρσόλοπος Medium diacritics: ὀρσόλοπος Low diacritics: ορσόλοπος Capitals: ΟΡΣΟΛΟΠΟΣ
Transliteration A: orsólopos Transliteration B: orsolopos Transliteration C: orsolopos Beta Code: o)rso/lopos

English (LSJ)

ον, perh.

   A eager for the fray, tempestuous, epith. of Ares, Anacr.70.

German (Pape)

[Seite 387] zum Angriff geneigt, kriegerisch, unruhig, Anacr. bei Hephaest. p. 51 (nach Einigen von ὄρνυμι u. λοπός, λόφος, mähnensträubend?). Man hat auch ὀρσοπόλος vermuthet, wie ὀρσοπολέομαι v. l. von ὀρσολοπέομαι ist.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρσόλοπος: -ον, ὁ εἰς μάχην ὁρμῶν, ὁρμητικός, θυελλώδης, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἀνακρ. 74. (Ἡ ἐτυμολογία ἄγνωστος· διότι ἡ ἐκ τοῦ ὄρσαι λόφον, ὀρθοῦν τὸν λόφον ἢ τὴν χαίτην, εἶναι βεβιασμένη).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
turbulent, batailleur.
Étymologie: ὄρνυμι, λέπω.

Greek Monolingual

ὀρσόλοπος, -ον (Α)
(ως προσωνυμία του Αρεως) αυτός που ορμά στη μάχη, ορμητικός, πολεμικός, θυελλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος (-ρσ-) «οπίσθια, γλουτοί» + λέπω «γδέρνω» με τη σημ. ότι ὀρσόλοπος είναι «αυτός που λέπει τον ὄρρον του πολεμίου»].

Greek Monotonic

ὀρσόλοπος: -ον, πρόθυμος για σύγκρουση, φίλερις, λέγεται για τον Άρη, σε Ανακρ. (άγν. προέλ.).