ὀστρύα: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(29) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὀστρύα]] και ὀστρύη και ὀστρυΐς και [[ὄστρυς]])<br />[[γένος]] δένδρων με σκληρό [[ξύλο]], το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] βετουλίδες και περιλαμβάνει 7 είδη, γνωστά [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[οστρυά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με [[τρεις]] διαφορετικές καταλήξεις: <i>ὀστρ</i>-<i>ύα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀξ</i>-<i>ύα</i>), <i>ὀστρυΐς</i>, -[[ίδος]] με [[επίθημα]] -<i>ιδ</i>-, πιθ. δευτερογενές, και [[ὄστρυς]] (<b>πρβλ.</b> [[σίκυς]]). Πολλοί εντάσσουν τη λ. [[ὄστρυς]], όπως και τη λ. [[σίκυς]], σε μια [[σειρά]] δάνειων λέξων]. | |mltxt=η (Α [[ὀστρύα]] και ὀστρύη και ὀστρυΐς και [[ὄστρυς]])<br />[[γένος]] δένδρων με σκληρό [[ξύλο]], το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] βετουλίδες και περιλαμβάνει 7 είδη, γνωστά [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[οστρυά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με [[τρεις]] διαφορετικές καταλήξεις: <i>ὀστρ</i>-<i>ύα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀξ</i>-<i>ύα</i>), <i>ὀστρυΐς</i>, -[[ίδος]] με [[επίθημα]] -<i>ιδ</i>-, πιθ. δευτερογενές, και [[ὄστρυς]] (<b>πρβλ.</b> [[σίκυς]]). Πολλοί εντάσσουν τη λ. [[ὄστρυς]], όπως και τη λ. [[σίκυς]], σε μια [[σειρά]] δάνειων λέξων]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=(<b class="b3">-ύη</b>)<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: name of a tree with hard, white wood, <b class="b2">hop hornbeam, Ostrya carpinifolia</b> (Thphr., Plin.).<br />Other forms: <b class="b3">ὀστρύς</b>, <b class="b3">-ύος</b> (<b class="b3">-υς</b>, <b class="b3">-υος</b>?), <b class="b3">ὀστρυί̈ς</b>, <b class="b3">-ίδος</b><br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: That the word is semantically [[vereinbar]] with <b class="b3">ὄστρεον</b> (Frisk), is ununderstandable to me. The assumption of a syllable dissimilation from <b class="b3">*ὀστρο-δρυς</b> (Brugmann IF 19, 399) is quite doubtful (cf. Schwyzer 263). Heubeck Praegraeca 37 considers with Neumann Glotta 37(1958) 106-112 <b class="b3">ὄστρυς</b> as Pre-Greek. The enlargements <b class="b3">-ύς</b>, <b class="b3">-ύα</b>, <b class="b3">-υίς</b> are typical for an adapted foreign word (not in Furnée). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 3 January 2019
English (LSJ)
(or ὀστρύη), and ὄστρυς, υος, ἡ,
A hop hornbeam, Ostrya carpinifolia, Thphr.HP3.10.3, cf. 3.3.1, 3.6.1, Plin.HN13.117; also ὀστρυΐς, ΐδος, ἡ, Thphr.HP1.8.2.
German (Pape)
[Seite 401] ἡ, auch ὀστρύς, ύος, ἡ, ein Baum von hartem Holze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρύα: (ἢ ὀστρύη), καὶ ὄστρυς, υος, ἡ, δένδρον μετὰ λίαν σκληροῦ ξύλου, ὡς ἡ ὀξύα, κοινῶς «ὀστρυά», ἀμφότερα παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. 3. 10, 3, πρβλ. Πλίν. 13. 37· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, ὀστρυΐς, ίδος, ἡ.
Greek Monolingual
η
βοτ. βλ. οστρύα.
Greek Monolingual
η (Α ὀστρύα και ὀστρύη και ὀστρυΐς και ὄστρυς)
γένος δένδρων με σκληρό ξύλο, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βετουλίδες και περιλαμβάνει 7 είδη, γνωστά σήμερα με την κοινή ονομασία οστρυά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές καταλήξεις: ὀστρ-ύα (πρβλ. ὀξ-ύα), ὀστρυΐς, -ίδος με επίθημα -ιδ-, πιθ. δευτερογενές, και ὄστρυς (πρβλ. σίκυς). Πολλοί εντάσσουν τη λ. ὄστρυς, όπως και τη λ. σίκυς, σε μια σειρά δάνειων λέξων].
Frisk Etymological English
(-ύη)
Grammatical information: f.
Meaning: name of a tree with hard, white wood, hop hornbeam, Ostrya carpinifolia (Thphr., Plin.).
Other forms: ὀστρύς, -ύος (-υς, -υος?), ὀστρυί̈ς, -ίδος
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: That the word is semantically vereinbar with ὄστρεον (Frisk), is ununderstandable to me. The assumption of a syllable dissimilation from *ὀστρο-δρυς (Brugmann IF 19, 399) is quite doubtful (cf. Schwyzer 263). Heubeck Praegraeca 37 considers with Neumann Glotta 37(1958) 106-112 ὄστρυς as Pre-Greek. The enlargements -ύς, -ύα, -υίς are typical for an adapted foreign word (not in Furnée).