παμπησία: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παμπησία]], ἡ (Α)<br />[[πλήρης]] [[ιδιοκτησία]], [[ολοσχερής]] [[κτήση]] («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πησία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέπαμαι]] «[[κατέχω]], [[εξουσιάζω]]»), [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ησία</i> (<b>πρβλ.</b> [[παρρησία]], [[πανοικησία]]), μέσω αμάρτυρου <i>πάν</i>-<i>πητος</i>].
|mltxt=[[παμπησία]], ἡ (Α)<br />[[πλήρης]] [[ιδιοκτησία]], [[ολοσχερής]] [[κτήση]] («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πησία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέπαμαι]] «[[κατέχω]], [[εξουσιάζω]]»), [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ησία</i> (<b>πρβλ.</b> [[παρρησία]], [[πανοικησία]]), μέσω αμάρτυρου <i>πάν</i>-<i>πητος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παμπησία:''' ἡ ([[πάομαι]]), [[ολοσχερής]] [[κτήση]], ολοκληρωτική [[κατοχή]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπησία Medium diacritics: παμπησία Low diacritics: παμπησία Capitals: ΠΑΜΠΗΣΙΑ
Transliteration A: pampēsía Transliteration B: pampēsia Transliteration C: pampisia Beta Code: pamphsi/a

English (LSJ)

ἡ, (πέπαμαι)

   A entire possession, full property, A. Th.817, E.Ion1305, Ar.Ec.868.

German (Pape)

[Seite 454] ἡ, ganzer Besitz, Gesammtbesitz; διέλαχον κτημάτων παμπησίαν, Aesch. Spt. 799; Eur. Ion 1305; αἴρεσθε τὴν παμπησίαν, Ar. Eccl. 868.

Greek (Liddell-Scott)

παμπησία: ἡ, (πέπᾱμαι) ὀλοσχερὴς κτῆσις, σύμπασα ἡ περιουσία, Αἰσχύλ. Θήβ. 817, Εὐρ. Ἴων 1305, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 868.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
possession entière, pleine propriété.
Étymologie: πᾶν, πάομαι.

Greek Monolingual

παμπησία, ἡ (Α)
πλήρης ιδιοκτησία, ολοσχερής κτήση («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πησία (< πέπαμαι «κατέχω, εξουσιάζω»), κατά τα θηλ. σε -ησία (πρβλ. παρρησία, πανοικησία), μέσω αμάρτυρου πάν-πητος].

Greek Monotonic

παμπησία: ἡ (πάομαι), ολοσχερής κτήση, ολοκληρωτική κατοχή, σε Αισχύλ., Ευρ.