παρακατέχω: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[συγκρατώ]] στη [[μνήμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]] («αὐτοὺς τε ἡσυχάζειν καὶ τοὺς ἄλλους παρακατέχειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανακόπτω]] («τῆς μὲν Ἀλκμήνης παρακατασχεῑν τὰς ὠδίνας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με υγρά) [[παρακωλύω]], [[παρεμποδίζω]] την [[κυκλοφορία]] τους<br /><b>4.</b> [[κατακρατώ]], [[αποκρύπτω]]<br /><b>5.</b> [[καταστέλλω]], [[καταπνίγω]]<br /><b>6.</b> [[κατέχω]] [[κάτι]] («[[Χαλκίδα]] παρακατέσχε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>παρακατέχομαι</i><br />κρατούμαι, κατέχομαι. | |mltxt=ΜΑ<br />[[συγκρατώ]] στη [[μνήμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]] («αὐτοὺς τε ἡσυχάζειν καὶ τοὺς ἄλλους παρακατέχειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανακόπτω]] («τῆς μὲν Ἀλκμήνης παρακατασχεῑν τὰς ὠδίνας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με υγρά) [[παρακωλύω]], [[παρεμποδίζω]] την [[κυκλοφορία]] τους<br /><b>4.</b> [[κατακρατώ]], [[αποκρύπτω]]<br /><b>5.</b> [[καταστέλλω]], [[καταπνίγω]]<br /><b>6.</b> [[κατέχω]] [[κάτι]] («[[Χαλκίδα]] παρακατέσχε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>παρακατέχομαι</i><br />κρατούμαι, κατέχομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρακατέχω:''' μέλ. -[[καθέξω]], [[κρατώ]] [[πίσω]], [[αναχαιτίζω]], [[κατακρατώ]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A keep back, detain, Plb.1.66.5, etc.; restrain, τινας Th.8.93; τὴν ὁρμήν τινος, τὸν ἴδιον θυμόν, Plb.5.67.11, 15.4.11; π. τὰς ὠδῖνας check them, D.S.4.9; π. τὰ ὑγρά checks their circulation, Heraclid.Tar. ap. Ath.2.64f. 2 retain possession of, τὸν Ἀκροκόρινθον Plb.18.45.12. II Pass., to be detained, ὑπὸ τοῦ Σαράπιος UPZ8.19 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 482] (s. ἔχω), bei sich zurückhalten; Thuc. 8, 93; Pol. 1, 66, 55 u. öfter; βουλομένου εἰσιέναι, παρακατέσχε τις τῶν ῥαβδούχων, 5, 26, 10; Sp.; auch neben κωλῦσαι τὴν ὁρμήν, Pol. 2, 67, 11; θυμόν, 13, 4, 11; τῇ μνήμῃ, im Gedächtniß behalten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακατέχω: κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, κατέχω, Θουκ. 8. 93, Πολύβ. 1. 66, 5, κτλ.· τὴν ὁρμήν τινος, τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. 5. 67, 11, κλ.· π. τὰς ὠδῖνας, ἀνακόπτω, ἐμποδίζω, Διόδ. 4. 9· π. τὰ ὑγρά, παρακωλύω, παρεμποδίζω τὴν κυκλοφορίαν αὐτῶν, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 64F.
French (Bailly abrégé)
f. παρακαθέξω, ao.2 παρακατέσχον, etc.
retenir, arrêter.
Étymologie: παρά, κατέχω.
Greek Monolingual
ΜΑ
συγκρατώ στη μνήμη
αρχ.
1. αναχαιτίζω, εμποδίζω («αὐτοὺς τε ἡσυχάζειν καὶ τοὺς ἄλλους παρακατέχειν», Θουκ.)
2. ανακόπτω («τῆς μὲν Ἀλκμήνης παρακατασχεῑν τὰς ὠδίνας», Διόδ.)
3. (σχετικά με υγρά) παρακωλύω, παρεμποδίζω την κυκλοφορία τους
4. κατακρατώ, αποκρύπτω
5. καταστέλλω, καταπνίγω
6. κατέχω κάτι («Χαλκίδα παρακατέσχε», Πολ.)
7. παθ. παρακατέχομαι
κρατούμαι, κατέχομαι.
Greek Monotonic
παρακατέχω: μέλ. -καθέξω, κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, κατακρατώ, σε Θουκ.