πατροφόντης: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[πατροφόνος]] (α. «τὸν πατροφόντην, τὸν ἀσεβη μ' ἀπολλύναι», <b>Σοφ.</b><br />β. «τῆς πατροφόντου μητρός», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[φονεύω]]» κατ' [[επίδραση]] του [[φόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[φόντης]].
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[πατροφόνος]] (α. «τὸν πατροφόντην, τὸν ἀσεβη μ' ἀπολλύναι», <b>Σοφ.</b><br />β. «τῆς πατροφόντου μητρός», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[φονεύω]]» κατ' [[επίδραση]] του [[φόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[φόντης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πατροφόντης:''' -ου, ὁ, ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατροφόντης Medium diacritics: πατροφόντης Low diacritics: πατροφόντης Capitals: ΠΑΤΡΟΦΟΝΤΗΣ
Transliteration A: patrophóntēs Transliteration B: patrophontēs Transliteration C: patrofontis Beta Code: patrofo/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg., S.OT 1441 : fem.,

   A τῆς π. μητρός Id.Tr.1125.

German (Pape)

[Seite 537] ὁ, = πατροφονεύς, Soph. O. R. 1441; als fem. braucht er es Trach. 1125, τῆς πατροφόντου μητρός, Poll. 3, 13 erklärt das Wort für poetisch, doch findet es sich bei K. S.

Greek (Liddell-Scott)

πατροφόντης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Σοφ. Ο. Τ. 1441· ὡς θηλ., τῆς π. μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1125· - ποιητ. λέξ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
c. πατροφόνος.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
πατροφόνος (α. «τὸν πατροφόντην, τὸν ἀσεβη μ' ἀπολλύναι», Σοφ.
β. «τῆς πατροφόντου μητρός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φόντης (< θείνω «φονεύω» κατ' επίδραση του φόνος), πρβλ. μητρο-φόντης.

Greek Monotonic

πατροφόντης: -ου, ὁ, ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.