περιμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[θέλω]] με [[μανία]] [[κάτι]].
|mltxt=Α<br />[[θέλω]] με [[μανία]] [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιμαίνομαι:''' Παθ., [[ορμώ]] μανιωδώς, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμαίνομαι Medium diacritics: περιμαίνομαι Low diacritics: περιμαίνομαι Capitals: ΠΕΡΙΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: perimaínomai Transliteration B: perimainomai Transliteration C: perimainomai Beta Code: perimai/nomai

English (LSJ)

   A rage round about, rush furiously about, ἄλσος Hes. Sc.99.    II to be madly in love with, τινα Ael.Ep.7 : c. dat. rei, to be mad for, χρυσῷ Naumach. ap. Stob.4.23.7 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 582] umherrasen, ἄλσος, im Hain herumrasen, Hes. sc. 99; – τινί, leidenschaftliches Verlangen wonach haben, χρυσῷ, Naumach. 57.

Greek (Liddell-Scott)

περιμαίνομαι: Παθ., μαίνομαι περί τι, φέρομαι μανιωδῶς περὶ τι, ἄλσος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 99. ΙΙ. μετὰ δοτ. πράγμ., εἶμαι μανιώδης διά τι, μὴ σύ ποτε περιμαίνεο χρυσῷ Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 439. 10.

French (Bailly abrégé)

1 errer, l’esprit égaré, autour de ou à travers, acc.;
2 être passionné pour, τινι.
Étymologie: περί, μαίνομαι.

Greek Monolingual

Α
θέλω με μανία κάτι.

Greek Monotonic

περιμαίνομαι: Παθ., ορμώ μανιωδώς, σε Ησίοδ.