περικνίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κνίζω]], [[τσιμπώ]] κάποιον ή [[κάτι]] από όλες τις πλευρές<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τσιμπολογώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κνίζω]] «[[ξύνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κνίζω]], [[τσιμπώ]] κάποιον ή [[κάτι]] από όλες τις πλευρές<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τσιμπολογώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κνίζω]] «[[ξύνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περικνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γαργαλώ]] [[παντού]], [[τσιμπώ]] [[ελαφρά]] [[παντού]]· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ <i>περικνίξασθε</i>, λέγεται για τις μέλισσες, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:14, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικνίζω Medium diacritics: περικνίζω Low diacritics: περικνίζω Capitals: ΠΕΡΙΚΝΙΖΩ
Transliteration A: periknízō Transliteration B: periknizō Transliteration C: periknizo Beta Code: perikni/zw

English (LSJ)

   A scratch all round v.l. in Poll.9.113 : metaph., keep nibbling at a thing, D.H.9.32, Plu.2.10e: aor. Med. περικνίξασθε, of bees, AP9.226 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 580] ringsum od. von allen Seiten kratzen, kneipen, Poll. 9, 113; bei Plut. ed. lib. 14 M. l. d.; περικνίξασθε, von den Vienen gesagt, Zon. 6 (IX, 226).

Greek (Liddell-Scott)

περικνίζω: μέλλ. -ίσω, γαργαλίζω ἢ τσυμπῶ, πανταχόθεν «κνίζουσιν ἢ παίουσιν αὐτὸν περιθέοντες» Πολυδ. Θ΄, 113· - περιδάκνω, Διον. Ἁλ. 9. 32, Πλούτ. 2. 10D· οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ. περικνίξασθε, ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 226.

French (Bailly abrégé)

gratter tout autour, ronger.
Étymologie: περί, κνίζω.

Greek Monolingual

Α
1. κνίζω, τσιμπώ κάποιον ή κάτι από όλες τις πλευρές
2. μτφ. τσιμπολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κνίζω «ξύνω»].

Greek Monotonic

περικνίζω: μέλ. -σω, γαργαλώ παντού, τσιμπώ ελαφρά παντού· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ περικνίξασθε, λέγεται για τις μέλισσες, σε Ανθ.