πιδακώδης: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, Α<br />[[πίδαξ</i>, -<i>ακος]]<br /><b>1.</b> [[πιδακόεις]], [[γεμάτος]] από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πιδακώδης]] [[σάρξ]]»<br />(για τους μαστούς της γυναίκας) [[σάρκα]] που αναβλύζει το [[γάλα]] σαν [[πηγή]] (<b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=-ες, Α<br />[[πίδαξ</i>, -<i>ακος]]<br /><b>1.</b> [[πιδακόεις]], [[γεμάτος]] από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πιδακώδης]] [[σάρξ]]»<br />(για τους μαστούς της γυναίκας) [[σάρκα]] που αναβλύζει το [[γάλα]] σαν [[πηγή]] (<b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῑδᾰκώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που είναι [[γεμάτος]] με πίδακες ή πηγές, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A full of springs, τόποι Plu.Aem.14 ; π. σάρξ, of a woman's breasts, Id.2.496a.
German (Pape)
[Seite 612] ες, quellenreich; τόποι, Plut. Aemil. 14; σάρξ, das quellige, an Saftgefäßen reiche Fleisch der Brust, de amor. prol. 3.
Greek (Liddell-Scott)
πῑδᾰκώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης πιδάκων ἢ πηγῶν, τόποι Πλουτ. Αἰμίλ. 14· π. σάρξ, ἐπὶ τῶν μαστῶν γυναικός, ὁ αὐτ. 2. 496Α.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 rempli de sources;
2 fécond, fertile.
Étymologie: πῖδαξ, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες, Α
[[πίδαξ, -ακος]]
1. πιδακόεις, γεμάτος από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», Πλούτ.)
2. φρ. «πιδακώδης σάρξ»
(για τους μαστούς της γυναίκας) σάρκα που αναβλύζει το γάλα σαν πηγή (Πλούτ.).
Greek Monotonic
πῑδᾰκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που είναι γεμάτος με πίδακες ή πηγές, σε Πλούτ.