πλημμυρίδα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πλημμυρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ, και πλήμυρις Α<br />η [[φάση]] της παλίρροιας [[κατά]] την οποία η [[στάθμη]] της θάλασσας ανυψώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από τον τ. [[πλήμη]] «[[πλημμυρίδα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]]) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>πλημυρός</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ἁλμυρίς]]: [[ἁλμυρός]]: [[ἅλμη]]. Η ορθή [[γραφή]] της λ. [[είναι]] [[πλημυρίς]], ενώ οι τ. με δύο -<i>μμ</i>-, που επικράτησαν, προέρχονται από την παρετυμολογική [[θεώρηση]] της λ. ως σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[πλήν]] <span style="color: red;">+</span> [[μύρομαι]] «[[χύνω]] δάκρυα, [[κλαίω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πλημ</i>-[[μελής]]). Το -<i>υ</i>- του τ. [[είναι]] κανονικά βραχύ, όπως απαντά στον Όμ., εμφανίζεται, όμως και ως μακρό, [[μάλλον]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το -<i>ῡ</i>- των <i>πλήμῡρα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλημυρ</i>-<i>jα</i>), <i>πλημῡρω</i>. Τέλος, ο [[αναβιβασμός]] του τόνου στον τ. <i>πλήμυρις</i> [[είναι]] αναλογικός [[προς]] το <i>ἀνάπτωτις</i> και πιθ. το [[πλήμυρα]].
|mltxt=η / [[πλημμυρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ, και πλήμυρις Α<br />η [[φάση]] της παλίρροιας [[κατά]] την οποία η [[στάθμη]] της θάλασσας ανυψώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από τον τ. [[πλήμη]] «[[πλημμυρίδα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]]) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>πλημυρός</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ἁλμυρίς]]: [[ἁλμυρός]]: [[ἅλμη]]. Η ορθή [[γραφή]] της λ. [[είναι]] [[πλημυρίς]], ενώ οι τ. με δύο -<i>μμ</i>-, που επικράτησαν, προέρχονται από την παρετυμολογική [[θεώρηση]] της λ. ως σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[πλήν]] <span style="color: red;">+</span> [[μύρομαι]] «[[χύνω]] δάκρυα, [[κλαίω]]» ([[πρβλ]]. [[πλημμελής]]). Το -<i>υ</i>- του τ. [[είναι]] κανονικά βραχύ, όπως απαντά στον Όμ., εμφανίζεται, όμως και ως μακρό, [[μάλλον]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το -<i>ῡ</i>- των <i>πλήμῡρα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλημυρ</i>-<i>jα</i>), <i>πλημῡρω</i>. Τέλος, ο [[αναβιβασμός]] του τόνου στον τ. <i>πλήμυρις</i> [[είναι]] αναλογικός [[προς]] το <i>ἀνάπτωτις</i> και πιθ. το [[πλήμυρα]].
}}
}}

Revision as of 14:57, 8 May 2023

Greek Monolingual

η / πλημμυρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α
η φάση της παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη της θάλασσας ανυψώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς: ἁλμυρός: ἅλμη. Η ορθή γραφή της λ. είναι πλημυρίς, ενώ οι τ. με δύο -μμ-, που επικράτησαν, προέρχονται από την παρετυμολογική θεώρηση της λ. ως σύνθ. < πλήν + μύρομαι «χύνω δάκρυα, κλαίω» (πρβλ. πλημμελής). Το -υ- του τ. είναι κανονικά βραχύ, όπως απαντά στον Όμ., εμφανίζεται, όμως και ως μακρό, μάλλον κατ' αναλογία προς το -- των πλήμῡρα (< πλημυρ-), πλημῡρω. Τέλος, ο αναβιβασμός του τόνου στον τ. πλήμυρις είναι αναλογικός προς το ἀνάπτωτις και πιθ. το πλήμυρα.