ποθητός: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(33) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ποθητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποθώ]]<br />ο ποθούμενος, ο [[επιθυμητός]] (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.<br />β. «για την ποθητήν [[Ελλάδα]]», <b>Σολωμ.</b><br />γ. «ποθητὸν πρᾱγμα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπητός]] («το ποθητό μου [[ταίρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[ποθητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποθώ]]<br />ο ποθούμενος, ο [[επιθυμητός]] (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.<br />β. «για την ποθητήν [[Ελλάδα]]», <b>Σολωμ.</b><br />γ. «ποθητὸν πρᾱγμα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπητός]] («το ποθητό μου [[ταίρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[αγαπημένος]] («εγώ [[είμαι]], [[κόρη]], ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. [[τραγούδι]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A longed for, regretted, IG7.3434 (Chaeronea).
German (Pape)
[Seite 645] gewünscht, verlangt, begehrt, ersehnt, vermißt, geliebt, Ael. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποθητός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν ἐπιθυμητός, ποθούμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1667.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
désiré ou désirable.
Étymologie: adj. verb. de ποθέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ποθητός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποθώ
ο ποθούμενος, ο επιθυμητός (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.
β. «για την ποθητήν Ελλάδα», Σολωμ.
γ. «ποθητὸν πρᾱγμα», επιγρ.)
νεοελλ.
1. αγαπητός («το ποθητό μου ταίρι»)
2. ως ουσ. ο αγαπημένος («εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. τραγούδι).