ποάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πόα]]<br /><b>1.</b> [[ξεριζώνω]] τα άχρηστα βότανα, [[βοτανίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) καλύπτομαι με [[χλόη]], με [[χορτάρι]] («καὶ τὸ [[ἔδαφος]] ποάζον δι' ἔτους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[θάλασσα]]) έχω πρασινωπή [[επιφάνεια]] («τὸ [[πέλαγος]] ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῡ μνίου καὶ τοῡ φύκους», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=Α [[πόα]]<br /><b>1.</b> [[ξεριζώνω]] τα άχρηστα βότανα, [[βοτανίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) καλύπτομαι με [[χλόη]], με [[χορτάρι]] («καὶ τὸ [[ἔδαφος]] ποάζον δι' ἔτους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[θάλασσα]]) έχω πρασινωπή [[επιφάνεια]] («τὸ [[πέλαγος]] ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῡ μνίου καὶ τοῡ φύκους», <b>Στράβ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποάζω:''' λέγεται για το [[έδαφος]], [[παράγω]] [[γρασίδι]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποάζω Medium diacritics: ποάζω Low diacritics: ποάζω Capitals: ΠΟΑΖΩ
Transliteration A: poázō Transliteration B: poazō Transliteration C: poazo Beta Code: poa/zw

English (LSJ)

   A weed, cj. in Philem.116.4.    II of ground, produce grass, Str.5.3.8, 12.2.7; of the sea, appear grassy with seaweed, Id.16.4.7.

German (Pape)

[Seite 642] grasen od. krauten, d. i. Unkraut aussuchen, ausraufen, jäten, Theophr. Auch = mit Gras grünen, ποάζον πεδίον, Strab. 12, 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ποάζω: βοτανίζω, ἐκβάλλω, ἐκριζῶ τὰς ἀχρήστους βοτάνας, πρβλ. ποασμός, ποάστρια. ΙΙ. ἐπὶ ἐδάφους, παράγω πόαν, εἶμαι κεκαλυμμένος ἐκ πόας, χλόης, Στράβ. 236. 538, 770.

French (Bailly abrégé)

1 être couvert d’herbe ou de gazon;
2 produire de l’herbe.
Étymologie: πόα.

Greek Monolingual

Α πόα
1. ξεριζώνω τα άχρηστα βότανα, βοτανίζω
2. (για έδαφος) καλύπτομαι με χλόη, με χορτάρι («καὶ τὸ ἔδαφος ποάζον δι' ἔτους», Στράβ.)
3. (για θάλασσα) έχω πρασινωπή επιφάνεια («τὸ πέλαγος ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῡ μνίου καὶ τοῡ φύκους», Στράβ.).

Greek Monotonic

ποάζω: λέγεται για το έδαφος, παράγω γρασίδι, σε Στράβ.