πολύφλοισβος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφλοισβος]], -ον, ΝΑ<br />(για [[θάλασσα]] και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, [[πολυτάραχος]], [[θορυβώδης]] (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέλαθρο ή [[συμπόσιο]]) ο [[γεμάτος]] θόρυβο<br /><b>2.</b> [[υπερπλήρης]], [[ξέχειλος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πολύφλοισβος]] [[σπουδή]]» — συγκεχυμένη [[μελέτη]], συγκεχυμένη [[πραγματεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυφλοίσβως</i><br />[[κατά]] τρόπο πολύφλοισβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φλοῖσβος]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>φλοισβος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφλοισβος]], -ον, ΝΑ<br />(για [[θάλασσα]] και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, [[πολυτάραχος]], [[θορυβώδης]] (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέλαθρο ή [[συμπόσιο]]) ο [[γεμάτος]] θόρυβο<br /><b>2.</b> [[υπερπλήρης]], [[ξέχειλος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πολύφλοισβος]] [[σπουδή]]» — συγκεχυμένη [[μελέτη]], συγκεχυμένη [[πραγματεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυφλοίσβως</i><br />[[κατά]] τρόπο πολύφλοισβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φλοῖσβος]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>φλοισβος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύφλοισβος:''' -ον, αυτός που παφλάζει με [[δύναμη]], ηχεί [[δυνατά]], [[θάλασσα]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφλοισβος Medium diacritics: πολύφλοισβος Low diacritics: πολύφλοισβος Capitals: ΠΟΛΥΦΛΟΙΣΒΟΣ
Transliteration A: polýphloisbos Transliteration B: polyphloisbos Transliteration C: polyfloisvos Beta Code: polu/floisbos

English (LSJ)

ον,

   A loud-roaring, θάλασσα Il.1.34, Hes. Op.648, Archil.9.3, Diph.126.4, etc.; σπουδή confused dissertation, Olymp.Alch.p.92 B.

German (Pape)

[Seite 676] viel od. laut rauschend; Beiname des Meeres, Il. 1, 34. 6, 347 u. öfter, wie Hes.; Archil. 48 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφλοισβος: -ον, πολύηχος, πολυτάραχος, πολυκίνητος, πολυφλοίσβοιο θαλάσης Ἰλ. Α. 34, Β. 209, Ὀδ. Ν. 85, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Ἀρχίλ. 8, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: πολύς, φλοῖσβος.

English (Autenrieth)

(φλοῖσβος): loudroaring, always πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφλοισβος, -ον, ΝΑ
(για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ.
β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο γεμάτος θόρυβο
2. υπερπλήρης, ξέχειλος
3. μτφ. άφθονος
4. φρ. «πολύφλοισβος σπουδή» — συγκεχυμένη μελέτη, συγκεχυμένη πραγματεία.
επίρρ...
πολυφλοίσβως
κατά τρόπο πολύφλοισβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φλοῖσβος (πρβλ. βαρύ-φλοισβος)].

Greek Monotonic

πολύφλοισβος: -ον, αυτός που παφλάζει με δύναμη, ηχεί δυνατά, θάλασσα, σε Όμηρ. κ.λπ.