προβάδην: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> περπατώντας [[μπροστά]] («μήτ' ἐν ὁδῷ μήτ' ἐκτὸς ὁδοῡ [[προβάδην]] οὐρήσῃς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βαθμηδόν]], βαθμιαία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[προβάδην]] [[ἐξάγω]]» — [[οδηγώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προβαίνω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-[[βάδην]], <i>περι</i>-[[βάδην]]), <b>βλ.</b> και λ. [[βάδην]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> περπατώντας [[μπροστά]] («μήτ' ἐν ὁδῷ μήτ' ἐκτὸς ὁδοῡ [[προβάδην]] οὐρήσῃς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βαθμηδόν]], βαθμιαία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[προβάδην]] [[ἐξάγω]]» — [[οδηγώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προβαίνω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-[[βάδην]], <i>περι</i>-[[βάδην]]), <b>βλ.</b> και λ. [[βάδην]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προβάδην:''' [ᾰ] ([[προβαίνω]]), επίρρ., βαδίζοντας, σε Ησίοδ.· [[προβάδην]] ἔξαγε, τους οδήγησε προς τα [[εμπρός]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (προβαίνω)
A as one walks, Hes.Op729; π. ἔξαγε lead them out onward, Ar.Ra.352 (lyr.): metaph., advancing gradually, of intervals in musical scales, Iamb.VP26.121.
German (Pape)
[Seite 709] vorwärts gehend, im Vorwärtsgehen, Hes. O. 731; vorausgehend, Ar. Ran. 351; – allmälig fortschreitend, nach und nach, Sp., wie Iambl. V. P. § 121.
Greek (Liddell-Scott)
προβάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. (προβαίνω) προβαίνων, περιπατῶν, μήτ’ ἐν ὁδῷ μήτ’ ἐκτὸς ὁδοῦ προβάδην οὐρήσῃς, ἐν ᾧ περιπατεῖς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 727· πρ. ἔξαγε, ἄγε, ὁδήγει πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστ. Βάτρ. 351· μεταφορ., ὁ βαθμηδὸν προχωρῶν, Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 121.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en s’avançant;
2 peu à peu.
Étymologie: προβαίνω, -δην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. περπατώντας μπροστά («μήτ' ἐν ὁδῷ μήτ' ἐκτὸς ὁδοῡ προβάδην οὐρήσῃς», Ησίοδ.)
2. μτφ. βαθμηδόν, βαθμιαία
3. φρ. «προβάδην ἐξάγω» — οδηγώ προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβαίνω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. κατα-βάδην, περι-βάδην), βλ. και λ. βάδην.
Greek Monotonic
προβάδην: [ᾰ] (προβαίνω), επίρρ., βαδίζοντας, σε Ησίοδ.· προβάδην ἔξαγε, τους οδήγησε προς τα εμπρός, σε Αριστοφ.