προσεπίκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πιέζω]] επί [[πλέον]] με [[παράκληση]] ή [[αξίωση]], [[επιμένω]] επιπροσθέτως στην απαίτησή μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπίκειμαι]] «[[πιέζω]], [[παρακινώ]], [[προτρέπω]]»].
|mltxt=Α<br />[[πιέζω]] επί [[πλέον]] με [[παράκληση]] ή [[αξίωση]], [[επιμένω]] επιπροσθέτως στην απαίτησή μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπίκειμαι]] «[[πιέζω]], [[παρακινώ]], [[προτρέπω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεπίκειμαι:''' Παθ., βρίσκομαι επίμονα δίπλα, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπίκειμαι Medium diacritics: προσεπίκειμαι Low diacritics: προσεπίκειμαι Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prosepíkeimai Transliteration B: prosepikeimai Transliteration C: prosepikeimai Beta Code: prosepi/keimai

English (LSJ)

   A to be urgent or instant besides, π. ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν D.27.66.

German (Pape)

[Seite 761] (s. κεῖμαι), noch dazu anliegen mit Bitten od. Anforderungen, προσεπίκειται ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν Dem. 27, 66, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπίκειμαι: Παθ., ἐπίκειμαι, ἐπάγομαι προσέτι, ἐπιμένω ἐπαιτῶν, πρ. ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν Δημ. 834. 19.

French (Bailly abrégé)

insister encore plus.
Étymologie: πρός, ἐπίκειμαι.

Greek Monolingual

Α
πιέζω επί πλέον με παράκληση ή αξίωση, επιμένω επιπροσθέτως στην απαίτησή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπίκειμαι «πιέζω, παρακινώ, προτρέπω»].

Greek Monotonic

προσεπίκειμαι: Παθ., βρίσκομαι επίμονα δίπλα, σε Δημ.