προσνήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[κολυμπώ]] ή [[πλέω]] [[προς]] έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> [[προσεγγίζω]] κάποιον κολυμπώντας<br /><b>3.</b> (για [[νερό]]) χύνομαι με [[ορμή]] και [[πλημμυρίζω]] έναν [[τόπο]], [[προσκλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[κολυμπώ]] ή [[πλέω]] [[προς]] έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> [[προσεγγίζω]] κάποιον κολυμπώντας<br /><b>3.</b> (για [[νερό]]) χύνομαι με [[ορμή]] και [[πλημμυρίζω]] έναν [[τόπο]], [[προσκλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσνήχομαι:'''<b class="num">I.</b> αποθ., [[κολυμπώ]] προς, <i>τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., [[εφορμώ]], [[χτυπώ]] με κύματα, προσένᾱχε [[θάλασσα]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσνήχομαι Medium diacritics: προσνήχομαι Low diacritics: προσνήχομαι Capitals: ΠΡΟΣΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosnḗchomai Transliteration B: prosnēchomai Transliteration C: prosnichomai Beta Code: prosnh/xomai

English (LSJ)

   A swim towards, ἐς . . Call.Del.47: c. dat., D.S.3.21, Plu.Mar.37, etc.    II of water, in Act., dash upon, προσένᾱχε θάλασσα Theoc.21.18.

Greek (Liddell-Scott)

προσνήχομαι: ἀποθ., νήχομαι πρός τι, ἐς…, Καλλ. εἰς Δῆλ. 47· μετὰ δοτ., Διόδ. 3. 21, Πλουτ. Μάρ. 37, κτλ. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ ὕδατος, ἐφορμῶ, προσένᾱχε θάλασσα ἀμφίβ. παρὰ Θεοκρ. 21. 48.

French (Bailly abrégé)

nager vers, τινι.
Étymologie: πρός, νήχομαι.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.)
1. κολυμπώ ή πλέω προς έναν τόπο
2. προσεγγίζω κάποιον κολυμπώντας
3. (για νερό) χύνομαι με ορμή και πλημμυρίζω έναν τόπο, προσκλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νήχομαι «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

προσνήχομαι:I. αποθ., κολυμπώ προς, τινι, σε Πλούτ.
II. αμτβ. στην Ενεργ., εφορμώ, χτυπώ με κύματα, προσένᾱχε θάλασσα, σε Θεόκρ.