πρωϊζός: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(35) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, -όν, Α<br />[[προχθεσινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πρωϊζά</i><br />α) [[προχθές]]<br />β) πολύ [[νωρίς]] («οὕτω δὴ πρωϊζά<br />κατέδραθες», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>πρωϊζά</i> με τη σημ. «[[προχθές]]» απαντά ήδη στον Όμηρο και [[είναι]] σχηματισμένος από το επίρρ. [[πρώην]] [[κατά]] το [[χθιζά]] (<span style="color: red;"><</span> [[χθές]]), ενώ ο [[ίδιος]] τ. με τη σημ. «πολύ [[νωρίς]]» [[είναι]] μτγν. και [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίρρ. [[πρωΐ]]]. | |mltxt=-όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, -όν, Α<br />[[προχθεσινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πρωϊζά</i><br />α) [[προχθές]]<br />β) πολύ [[νωρίς]] («οὕτω δὴ πρωϊζά<br />κατέδραθες», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>πρωϊζά</i> με τη σημ. «[[προχθές]]» απαντά ήδη στον Όμηρο και [[είναι]] σχηματισμένος από το επίρρ. [[πρώην]] [[κατά]] το [[χθιζά]] (<span style="color: red;"><</span> [[χθές]]), ενώ ο [[ίδιος]] τ. με τη σημ. «πολύ [[νωρίς]]» [[είναι]] μτγν. και [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίρρ. [[πρωΐ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρωϊζός:''' Αττ. πρῳζός, -όν,<br /><b class="num">I.</b> = [[πρώϊος]], ουδ. πληθ. <i>πρωιζά</i>, χρησιμ. ως επίρρ., ακριβώς όπως το [[πρώην]], [[χθιζά]] τε καὶ πρωϊζά, [[χθές]] ή την προηγούμενη [[ημέρα]] ([[προχθές]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[οὕτω]] δὴ πρ. κατέδραθες, τόσο [[πολύ]] [[νωρίς]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. πρῳζός, όν, dub. sens. in Call.Fr.63 P.;= προχθεσινός, ὑπόγυος, EM691.56. II neut. pl. πρωϊζά as Adv.,= πρώην, χθιζά τε καὶ π. yesterday or the day before, Il.2.303, cf. Pl.Alc.2.141d. 2 οὕτω δὴ π. κατέδραθες so very early, Theoc.18.9; πρωϊζὸν ὁδεύων dub. sens. in Epic.Alex.Adesp.4.6. (In codd. freq. written proparox., but cf. Hdn. Gr.1.144.)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. πρώϊζος.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, -όν, Α
προχθεσινός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρωϊζά
α) προχθές
β) πολύ νωρίς («οὕτω δὴ πρωϊζά
κατέδραθες», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρωϊζά με τη σημ. «προχθές» απαντά ήδη στον Όμηρο και είναι σχηματισμένος από το επίρρ. πρώην κατά το χθιζά (< χθές), ενώ ο ίδιος τ. με τη σημ. «πολύ νωρίς» είναι μτγν. και πρέπει να συνδεθεί με το επίρρ. πρωΐ].
Greek Monotonic
πρωϊζός: Αττ. πρῳζός, -όν,
I. = πρώϊος, ουδ. πληθ. πρωιζά, χρησιμ. ως επίρρ., ακριβώς όπως το πρώην, χθιζά τε καὶ πρωϊζά, χθές ή την προηγούμενη ημέρα (προχθές), σε Ομήρ. Ιλ.
II. οὕτω δὴ πρ. κατέδραθες, τόσο πολύ νωρίς, σε Θεόκρ.