ῥάχις: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(36)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ράχη]].
|mltxt=-εως, ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ράχη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥάχις:''' [ᾰ], -ιος, Αττ. -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το χαμηλότερο [[μέρος]] της ράχης· η σπονδυλική [[στήλη]] σφάγιου μαζί με το [[κρέας]] της, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταγεν., σπονδυλική [[στήλη]] ή ραχοκοκκαλιά· <i>ὑπὸ ῥάχιν παγέντες</i>, σουβλισμένοι, παλουκωμένοι, ανασκολοπισμένοι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε έχει [[σχήμα]] ραχοκοκκαλιάς, [[ράχη]] όρους, [[οροσειρά]], ορεινή [[πτύχωση]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰχις Medium diacritics: ῥάχις Low diacritics: ράχις Capitals: ΡΑΧΙΣ
Transliteration A: rháchis Transliteration B: rhachis Transliteration C: rachis Beta Code: r(a/xis

English (LSJ)

ιος, Att. εως, ἡ (but ὁ IG42 (v. infr.)),

   A the lower part of the back, the chine, συὸς ῥ. Il.9.208.    2 spine or backbone, σύγκειται ἡ ῥ. ἐκ σφονδύλων, τείνει δ' ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι πρὸς τὰ ἰσχία Arist.HA516a11, cf. PA654b12, al.; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες impaled, A. Eu.190, cf. S.Fr.20, E.Cyc.643; μυελὸς κοίλης ῥάχεως Archel. ap. Antig.Mir.89, cf. Pl.Ti.77d, 91a.    II anything ridged like the backbone:    1 ridge of a hill or mountain, Hdt.3.54, 7.216, IG42(1).71.14 (Epid., iii B.C.), Plb.3.101.2, D.H.5.44, Str.3.2.3 (pl.); ἂν ῥάχιν along the ridge, GDI5075.69 (Crete, i B.C.); so Archil.21 like ned Thasos to an ὄνου ῥάχις.    2 ῥ. ῥινός bridge of the nose, Poll.2.79, Ruf.Onom.35.    3 ῥ. φύλλου mid-rib of a leaf, Thphr.HP3.7.5, al.    4 the sharp projection on the middle of the shoulder-blade, Gal. UP13.10, Ruf.Onom.71.    5 outer edge of the arm of the polypus, Arist.HA524a7.    6 trunk, of Dagon, LXX 1 Ki.5.4.

German (Pape)

[Seite 836] ἡ, 1) der Rücken von Menschen und Thieren; συὸς ῥάχις, Il. 9, 208; τὴν ῥάχιν θλίβειν, Ar. Lys. 314; – gew. der hervorstehende scharfe Theil von den Fortsätzen der Rückgratswirbel, das Rückgrat selbst, ὑπὸ ῥάχιν παγέντες, Aesch. Eum. 181; ἀμπείρας ῥάχιν, Eur. Rhes. 514; u. in Prosa, Plat. Tim. 77 d 91 a, Xen. equit. 5, 5. 7, 2; u. Sp., ἱερή, Agath. 55 (IX, 644). – Auch die scharfe, vorstehende Rippe auf der Mitte des Schulterblattes, u. ῥάχις ῥινός, das Nasenbein, u. φύλλου, Rippe des Blattes, Theophr. – 2) übtr., ῥάχις ὄρεος, Bergrücken, Her. 3, 54. 7, 216; bes. von den höheren, hervorragenden rauhen Theilen eines Gebirges, Gebirgskamm, Berggrat, ἡ ἐπὶ τὰ πεδία κατατείνο υσα ῥάχις, Pol. 3, 101, 2; ῥάχει δυσβάτῳ καὶ τραχείᾳ, 5, 69, 1; Strab. u. A.; ὀρεινή, D. Hal. 5, 44; ὀργάδος, Agath. 30 (VI, 41).

Greek (Liddell-Scott)

ῥάχις: [ᾰ], -ιος, Ἀττ. εως, ἡ, τὸ κατώτατον μέρος τῆς ῥάχεως, συὸς ῥ. Ἰλ. Ι. 208. 2) ἡ ῥάχιςἄκανθα, κοινῶς «ῥαχοκόκκαλον», Λατ. spina dorsi, σύγκειται ἡ ῥ. ἐκ σφονδύλων, τείνει δ’ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι πρὸς τὰ ἰσχία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 4, κ. ἀλλ.· ὑπὸ ῥάχιν παγέντες, ἀνασκολοπισθέντες, Αἰσχύλ. Εὐμ. 190, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 21, Εὐρ. Κύκλ. 643· μυελὸς κοίλης ῥάχεως Ἀρχέλ. παρ’ Ἀντιγ. Καρυστ, 96 (89), πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 77D, 91A. ΙΙ. πᾶν τὸ ἔχον σχῆμα ῥάχεως: 1) ῥάχις ὄρους, ὡς καὶ νῦν, ὀρεινὴ σειρά, Ἡρόδ. 3, 54., 7. 216, Πολύβ. 3. 101, 2, κτλ.· κατὰ ῥάχιν, κατὰ μῆκος τῆς ὀρεινῆς σειρᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 150· - οὕτως ὁ Ἀρχίλ. 18 παραβάλλει τὴν Θάσον πρὸς ὄνου ῥάχιν 2) ῥινὸς ῥάχις, «τὰ δ’ ἑκατέρωθεν ἐπὶ τὰ μῆλα νεύοντα ὀστώδη ῥινὸς ῥάχις» Πολυδ. Β΄, 79. 3) ῥάχις φύλλου, τὸ μέσο νεῦρον τοῦ φύλλου, Θεοφ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5., 3. 17, 4, κτλ. 4) ἡ ἐν μέσῳ ὑπεροχὴ τῆς ὠμοπλάτης, Γαλην. 5) ἡ ἐξωτερικὴ ἄκρα (;) τῶν πλοκάμων τοῦ πολύποδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 10. (Πρβλ. ῥάχετρον, ῥαχίτης, κτλ· Γερμ. hrucki (rücken)· Ἀρχ. Σκανδ. hryggr (Σκωτ. rigg, Ἀγγλ.ridge)· - τὸ ῥάχος εἶναι ἴσως συγγενὲς (πρβλ. ἄκανθα, spina dorsi), - ἐπειδὴ ἡ κοινὴ ἔννοια εἶναι ἡ τῆς εἰς τραχεῖαν καὶ ἀνώμαλον ἄκραν ληγούσης σειρᾶς, καὶ ἡ √ΡΑΓ, ῥηγμὶν δὲν δύναται εὐκόλως νὰ χωρισθῇ τῆς τοιαύτης θεμελιώδους ἐννοίας· ἴδε Κούρτ. σ. 743).

French (Bailly abrégé)

ιος, att. εως (ἡ) :
1 épine dorsale ; p. ext. dos, échine (d’un sanglier);
2 p. anal. crête de montagne.
Étymologie: cf. all. Rücken.

English (Autenrieth)

ιος: chine, back-piece, cut lengthwise along the spine, Il. 9.208†.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ
βλ. ράχη.

Greek Monotonic

ῥάχις: [ᾰ], -ιος, Αττ. -εως, ἡ,
I. το χαμηλότερο μέρος της ράχης· η σπονδυλική στήλη σφάγιου μαζί με το κρέας της, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταγεν., σπονδυλική στήλη ή ραχοκοκκαλιά· ὑπὸ ῥάχιν παγέντες, σουβλισμένοι, παλουκωμένοι, ανασκολοπισμένοι, σε Αισχύλ.
II. οτιδήποτε έχει σχήμα ραχοκοκκαλιάς, ράχη όρους, οροσειρά, ορεινή πτύχωση, σε Ηρόδ.