σακούλα: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> (με υποκορ. σημ.) [[μικρός]] [[σάκος]]<br /><b>2.</b> [[σάκος]] με μικρή [[χωρητικότητα]] από [[χαρτί]], [[πανί]] ή πλαστικό, [[χρήσιμος]] για την [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων<br /><b>3.</b> [[σάκος]] από [[λεπτό]] [[πανί]] [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται το [[γιαούρτι]] για να στραγγίσει<br /><b>4.</b> [[σακίδιο]] κατάλληλο για την [[φύλαξη]] χρημάτων, [[πουγγί]], [[βαλάντιο]]<br /><b>5.</b> [[μηνοειδής]] [[προεξοχή]] του δέρματος που σχηματίζεται [[κάτω]] από τα μάτια, [[ιδίως]] τών ενηλίκων, λόγω κούρασης και αϋπνίας ή άλλης αιτίας, λ.χ. αλκοολισμού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «βαστάει [ή βροντάει] η [[σακούλα]] του» — έχει την [[δυνατότητα]] να ξοδέψει [[πολλά]] χρήματα, [[είναι]] [[πλούσιος]]<br />β) «[[κάμε]] καινούργια [[σακούλα]] να τά βάλεις»<br />(με ειρωνική σημ.) λέγεται για εκείνον που περιμένει μεγάλα κέρδη από μια [[επιχείρηση]] ή [[επιστροφή]] χρημάτων από κακοπληρωτή ή από εντελώς άπορο οφειλέτη<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «του μπαμπά μας η [[σακούλα]] βάνει καθενός μια [[βούλλα]]» — δηλώνει ότι ο [[πατρικός]] [[πλούτος]] παρέχει σε κάποιον την [[δυνατότητα]] να συγκαλύπτει τα σωματικά ή και τα ηθικά ελαττώματα τών τέκνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλα</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> (με υποκορ. σημ.) [[μικρός]] [[σάκος]]<br /><b>2.</b> [[σάκος]] με μικρή [[χωρητικότητα]] από [[χαρτί]], [[πανί]] ή πλαστικό, [[χρήσιμος]] για την [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων<br /><b>3.</b> [[σάκος]] από [[λεπτό]] [[πανί]] [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται το [[γιαούρτι]] για να στραγγίσει<br /><b>4.</b> [[σακίδιο]] κατάλληλο για την [[φύλαξη]] χρημάτων, [[πουγγί]], [[βαλάντιο]]<br /><b>5.</b> [[μηνοειδής]] [[προεξοχή]] του δέρματος που σχηματίζεται [[κάτω]] από τα μάτια, [[ιδίως]] τών ενηλίκων, λόγω κούρασης και αϋπνίας ή άλλης αιτίας, λ.χ. αλκοολισμού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «βαστάει [ή βροντάει] η [[σακούλα]] του» — έχει την [[δυνατότητα]] να ξοδέψει [[πολλά]] χρήματα, [[είναι]] [[πλούσιος]]<br />β) «[[κάμε]] καινούργια [[σακούλα]] να τά βάλεις»<br />(με ειρωνική σημ.) λέγεται για εκείνον που περιμένει μεγάλα κέρδη από μια [[επιχείρηση]] ή [[επιστροφή]] χρημάτων από κακοπληρωτή ή από εντελώς άπορο οφειλέτη<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «του μπαμπά μας η [[σακούλα]] βάνει καθενός μια [[βούλλα]]» — δηλώνει ότι ο [[πατρικός]] [[πλούτος]] παρέχει σε κάποιον την [[δυνατότητα]] να συγκαλύπτει τα σωματικά ή και τα ηθικά ελαττώματα τών τέκνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλα</i> (<b>πρβλ.</b> [[γατούλα]], [[ραχούλα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:20, 8 May 2023
Greek Monolingual
η, Ν
1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος
2. σάκος με μικρή χωρητικότητα από χαρτί, πανί ή πλαστικό, χρήσιμος για την μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων
3. σάκος από λεπτό πανί μέσα στο οποίο τοποθετείται το γιαούρτι για να στραγγίσει
4. σακίδιο κατάλληλο για την φύλαξη χρημάτων, πουγγί, βαλάντιο
5. μηνοειδής προεξοχή του δέρματος που σχηματίζεται κάτω από τα μάτια, ιδίως τών ενηλίκων, λόγω κούρασης και αϋπνίας ή άλλης αιτίας, λ.χ. αλκοολισμού
6. φρ. α) «βαστάει [ή βροντάει] η σακούλα του» — έχει την δυνατότητα να ξοδέψει πολλά χρήματα, είναι πλούσιος
β) «κάμε καινούργια σακούλα να τά βάλεις»
(με ειρωνική σημ.) λέγεται για εκείνον που περιμένει μεγάλα κέρδη από μια επιχείρηση ή επιστροφή χρημάτων από κακοπληρωτή ή από εντελώς άπορο οφειλέτη
7. παροιμ. «του μπαμπά μας η σακούλα βάνει καθενός μια βούλλα» — δηλώνει ότι ο πατρικός πλούτος παρέχει σε κάποιον την δυνατότητα να συγκαλύπτει τα σωματικά ή και τα ηθικά ελαττώματα τών τέκνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατούλα, ραχούλα)].