στέγασμα: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στεγάζω]]<br />[[σκέπη]], [[κάλυμμα]], [[καθετί]] που σκεπάζει ή προφυλάσσει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[στέγαση]], η [[εγκατάσταση]] σε [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> το [[στέγαστρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες <b>πάπ.</b>.
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στεγάζω]]<br />[[σκέπη]], [[κάλυμμα]], [[καθετί]] που σκεπάζει ή προφυλάσσει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[στέγαση]], η [[εγκατάσταση]] σε [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> το [[στέγαστρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες <b>πάπ.</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στέγασμα:''' -ατος, τό ([[στεγάζω]]), οτιδήποτε κατάλληλο για [[κάλυψη]], [[σκέπαστρο]], σε Ξεν.· [[σκεπή]], Λατ. [[tectum]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγασμα Medium diacritics: στέγασμα Low diacritics: στέγασμα Capitals: ΣΤΕΓΑΣΜΑ
Transliteration A: stégasma Transliteration B: stegasma Transliteration C: stegasma Beta Code: ste/gasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything which covers or shelters, covering, X.An.1.5.10 (pl.); ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph. 181; σ. ὤας ἢ διφθέρας SIG1259.5 (Athens, iv B.C.); τὰ σ. τοῖς πλοίοις awnings, PCair.Zen.53.7 (iii B.C.).    2 roof, opp. σκέπασμα, Pl.Plt.279d, cf. Criti.111c.

German (Pape)

[Seite 932] τό, alles Bedeckende, Bedeckung; von σκεπάσματα unterschieden, u. daher στεκτικὸς ῥευμάτων erklärt, Plat. Polit. 279 d; Dach, Critia. 111 c; Xen. An. 1, 5, 10, wo Krüger σκεπάσματα aufgenommen hat.

Greek (Liddell-Scott)

στέγασμα: τό, πᾶν τὸ καλύπτον ἢ προφυλάττον τι, σκέπη, κάλυμμα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1. 2) στέγη, Λατιν. tectum, ἀντίθετον τῷ σκέπασμα, Πλάτ. Πολιτικ. 279D, πρβ. Κριτί. 111C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
abri.
Étymologie: στεγάζω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στεγάζω
σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι
νεοελλ.
1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι
2. το στέγαστρο
αρχ.
φρ. «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ..

Greek Monotonic

στέγασμα: -ατος, τό (στεγάζω), οτιδήποτε κατάλληλο για κάλυψη, σκέπαστρο, σε Ξεν.· σκεπή, Λατ. tectum, σε Πλάτ.