συγκρατύνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=confirmer, corroborer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κρατύνω]].
|btext=confirmer, corroborer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κρατύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ισχυρό από κοινού, του [[προσδίδω]] [[δύναμη]] και εγώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρατύνω]] «[[ενισχύω]], [[ενδυναμώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κρατύς]])].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ισχυρό από κοινού, του [[προσδίδω]] [[δύναμη]] και εγώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρατύνω]] «[[ενισχύω]], [[ενδυναμώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κρατύς]])].
|mltxt=Α<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ισχυρό από κοινού, του [[προσδίδω]] [[δύναμη]] και εγώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρατύνω]] «[[ενισχύω]], [[ενδυναμώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κρατύς]])].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾰτύνω Medium diacritics: συγκρατύνω Low diacritics: συγκρατύνω Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΥΝΩ
Transliteration A: synkratýnō Transliteration B: synkratynō Transliteration C: sygkratyno Beta Code: sugkratu/nw

English (LSJ)

   A strengthen, make firm, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Plu.2.656e:—Pass., become so, Hp.Epid.2.1.8.

German (Pape)

[Seite 969] mit od. zugleich bestärken, stark od. fest machen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾰτύνω: κρατύνω συγχρόνως, ποιῶ ἐντελῶς ἰσχυρόν, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Πλούτ. 2. 656Ε. ― Παθητ., κρατύνομαι, γίνομαι ἰσχυρός, Ἱππ. 1006.

French (Bailly abrégé)

confirmer, corroborer.
Étymologie: σύν, κρατύνω.

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, του προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, του προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].