συμβιβαστικός: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />conciliant.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιβάζω]]. | |btext=ή, όν :<br />conciliant.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιβάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβιβαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμβιβάζω]]<br />αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, [[διαλλακτικός]]<br /><b>2.</b> (για αφηρημ. έννοιες) [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμβιβαστικώς]] / <i>συμβιβαστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμβιβαστικά</i> Ν<br />με [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[συνδιαλλαγή]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβιβαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμβιβάζω]]<br />αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, [[διαλλακτικός]]<br /><b>2.</b> (για αφηρημ. έννοιες) [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμβιβαστικώς]] / <i>συμβιβαστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμβιβαστικά</i> Ν<br />με [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[συνδιαλλαγή]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[συμβιβαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμβιβάζω]]<br />αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, [[διαλλακτικός]]<br /><b>2.</b> (για αφηρημ. έννοιες) [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμβιβαστικώς]] / <i>συμβιβαστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμβιβαστικά</i> Ν<br />με [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[συνδιαλλαγή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A leading to reconciliation, Plu.Alc.14; proving, Iamb. in Nic. p.15 P. Adv. -κῶς Olymp. in Alc.p.22 C.
German (Pape)
[Seite 978] ή, όν, zur Versöhnung, zum Vertrage, Vergleiche gehörig, dazu führend, Sp.; τὸ συμβιβαστικόν, = συμβίβασις, Plut. Alcib. 14.
Greek (Liddell-Scott)
συμβῐβαστικός: -ή, -όν, ὁ ἄγων εἰς συμβιβασμόν, εἰς συνδιαλλαγήν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
conciliant.
Étymologie: συμβιβάζω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμβιβαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμβιβάζω
αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, διαλλακτικός
2. (για αφηρημ. έννοιες) ενδοτικός, υποχωρητικός.
επίρρ...
συμβιβαστικώς / συμβιβαστικῶς ΝΜΑ, και συμβιβαστικά Ν
με τάση για συμβιβασμό, για συνδιαλλαγή.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμβιβαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμβιβάζω
αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, διαλλακτικός
2. (για αφηρημ. έννοιες) ενδοτικός, υποχωρητικός.
επίρρ...
συμβιβαστικώς / συμβιβαστικῶς ΝΜΑ, και συμβιβαστικά Ν
με τάση για συμβιβασμό, για συνδιαλλαγή.