Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναθροισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />rassemblement, union.<br />'''Étymologie:''' [[συναθροίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />rassemblement, union.<br />'''Étymologie:''' [[συναθροίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («πάντων τῶν ζῴων [[συναθροισμός]]», Αίσωπ.)<br /><b>2.</b> ρητορικό [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο γίνεται [[συναγωγή]] σε ένα [[κεφάλαιο]] αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («πάντων τῶν ζῴων [[συναθροισμός]]», Αίσωπ.)<br /><b>2.</b> ρητορικό [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο γίνεται [[συναγωγή]] σε ένα [[κεφάλαιο]] αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.
|mltxt=ὁ, Α [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («πάντων τῶν ζῴων [[συναθροισμός]]», Αίσωπ.)<br /><b>2.</b> ρητορικό [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο γίνεται [[συναγωγή]] σε ένα [[κεφάλαιο]] αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναθροισμός Medium diacritics: συναθροισμός Low diacritics: συναθροισμός Capitals: ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΜΟΣ
Transliteration A: synathroismós Transliteration B: synathroismos Transliteration C: synathroismos Beta Code: sunaqroismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A collection, union, τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Placit.1.24.2; ὑγρῶν Cass.Pr.80; opp. μερισμός, Dam.Pr.412; assembly, πάντων τῶν ζῴων Aesop.242.    II a rhetor. figure, by which dissimilar things were associated, Alex.Fig.p.17 S., Quint. Inst.8.4.27.

German (Pape)

[Seite 997] ὁ, = συνάθροισις, S. Emp. pyrrh. 3, 47 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναθροισμός: ὁ, συλλογή, ἕνωσις, Βαβρ. 28, Πλούτ. 2. 884D. ΙΙ. ὡς ῥητορικὸν σχῆμα, «συναθροισμὸς δέ ἐστι συναγωγὴ τῶν πεπραγμένων ἢ πραχθῆναι δυναμένων εἰς ἓν κεφάλαιον» Ἀλεξ. π. Σχημάτων ἐν Ρήτορ. (Walz) τ. 8, σ. 439, Κυντιλ 8. 4, 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rassemblement, union.
Étymologie: συναθροίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση («πάντων τῶν ζῴων συναθροισμός», Αίσωπ.)
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται συναγωγή σε ένα κεφάλαιο αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.

Greek Monolingual

ὁ, Α συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση («πάντων τῶν ζῴων συναθροισμός», Αίσωπ.)
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται συναγωγή σε ένα κεφάλαιο αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.