συνείσακτος: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνείσακτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] εἰσαγόμενος. ― Ὡς οὐσιαστ. ὁ [[συνείσακτος]] παρὰ τοῖς Ἐκκλ. (α) = [[ἀγαπητός]], [[ἤτοι]] πνευματικὸς [[ἀδελφός]], Γρηγ. Ναζ. IV, 88. 91. ― (β) ἡ [[συνείσακτος]], δηλ. [[παρθένος]] = ἀγαπητή, πνευματικὴ [[ἀδελφή]], Μαλχίων 256, Βασίλ. ΙΙ, 820, Γρηγ. Ναζ. IV, 89, κλπ., Λατ. subintroducta, Heinichen Eus. H. E. excurs. 13· θυγατέρες συν., νόθοι, Εὐστάθ. 1954. 8. | |lstext='''συνείσακτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] εἰσαγόμενος. ― Ὡς οὐσιαστ. ὁ [[συνείσακτος]] παρὰ τοῖς Ἐκκλ. (α) = [[ἀγαπητός]], [[ἤτοι]] πνευματικὸς [[ἀδελφός]], Γρηγ. Ναζ. IV, 88. 91. ― (β) ἡ [[συνείσακτος]], δηλ. [[παρθένος]] = ἀγαπητή, πνευματικὴ [[ἀδελφή]], Μαλχίων 256, Βασίλ. ΙΙ, 820, Γρηγ. Ναζ. IV, 89, κλπ., Λατ. subintroducta, Heinichen Eus. H. E. excurs. 13· θυγατέρες συν., νόθοι, Εὐστάθ. 1954. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[συνείσακτος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν [[συνεισάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι συνείσακτοι</i><br /><b>εκκλ.</b> εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, [[συνήθως]], παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική [[τελείωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον εισαχθείς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ [[συνείσακτος]]<br />ο [[πνευματικός]] [[αδελφός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (<b>Ευστ.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[συνείσακτος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν [[συνεισάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι συνείσακτοι</i><br /><b>εκκλ.</b> εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, [[συνήθως]], παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική [[τελείωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον εισαχθείς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ [[συνείσακτος]]<br />ο [[πνευματικός]] [[αδελφός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (<b>Ευστ.</b>). | |mltxt=-η, -ο / [[συνείσακτος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν [[συνεισάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι συνείσακτοι</i><br /><b>εκκλ.</b> εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, [[συνήθως]], παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική [[τελείωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον εισαχθείς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ [[συνείσακτος]]<br />ο [[πνευματικός]] [[αδελφός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (<b>Ευστ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A introduced together: Lat. synisactas, expld. by sociatrices, pudicas vel abstinentes (i.e. a priest's housekeeper), Gloss. 2 θυγατέρες σ. illegitimate, Eust.1954.8.
German (Pape)
[Seite 1011] mit, zugleich eingeführt, eingebracht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνείσακτος: -ον, ὁ ὁμοῦ εἰσαγόμενος. ― Ὡς οὐσιαστ. ὁ συνείσακτος παρὰ τοῖς Ἐκκλ. (α) = ἀγαπητός, ἤτοι πνευματικὸς ἀδελφός, Γρηγ. Ναζ. IV, 88. 91. ― (β) ἡ συνείσακτος, δηλ. παρθένος = ἀγαπητή, πνευματικὴ ἀδελφή, Μαλχίων 256, Βασίλ. ΙΙ, 820, Γρηγ. Ναζ. IV, 89, κλπ., Λατ. subintroducta, Heinichen Eus. H. E. excurs. 13· θυγατέρες συν., νόθοι, Εὐστάθ. 1954. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο / συνείσακτος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν συνεισάγω
νεοελλ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οι συνείσακτοι
εκκλ. εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, συνήθως, παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική τελείωση
μσν.-αρχ.
1. ο μαζί με άλλον εισαχθείς
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ συνείσακτος
ο πνευματικός αδελφός
3. φρ. «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (Ευστ.).
Greek Monolingual
-η, -ο / συνείσακτος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν συνεισάγω
νεοελλ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οι συνείσακτοι
εκκλ. εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, συνήθως, παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική τελείωση
μσν.-αρχ.
1. ο μαζί με άλλον εισαχθείς
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ συνείσακτος
ο πνευματικός αδελφός
3. φρ. «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (Ευστ.).