συνεισάγω: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=introduire avec <i>ou</i> en même temps, acc. ; <i>fig.</i> amener : τινί [[τι]] une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσάγω]].
|btext=introduire avec <i>ou</i> en même temps, acc. ; <i>fig.</i> amener : τινί [[τι]] une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[εἰσάγω]]<br />[[εισάγω]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεισάγομαι</i><br />α) (για [[δίκη]]) εισάγομαι για [[εκδίκαση]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br />β) (για [[νομοσχέδιο]]) εισάγομαι για [[ψηφοφορία]] [[μαζί]] με [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[εἰσάγω]]<br />[[εισάγω]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεισάγομαι</i><br />α) (για [[δίκη]]) εισάγομαι για [[εκδίκαση]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br />β) (για [[νομοσχέδιο]]) εισάγομαι για [[ψηφοφορία]] [[μαζί]] με [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]].
|mltxt=ΝΑ [[εἰσάγω]]<br />[[εισάγω]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεισάγομαι</i><br />α) (για [[δίκη]]) εισάγομαι για [[εκδίκαση]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br />β) (για [[νομοσχέδιο]]) εισάγομαι για [[ψηφοφορία]] [[μαζί]] με [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]].
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισάγω Medium diacritics: συνεισάγω Low diacritics: συνεισάγω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: syneiságō Transliteration B: syneisagō Transliteration C: syneisago Beta Code: suneisa/gw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A bring in together, τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.3.2.24; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα PEleph.26.6 (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.Placit.1.27.3, Hierocl.in CA6p.428M., 22p.468M.:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ BGU1760.28 (i B.C.):— Pass., ᾧ συνεισάγεται in which is included . ., S.E.P.2.86, cf. Steph. in Hp.1.107D.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. ἄγω), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – sc. στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισάγω: εἰσάγω ὁμοῦ, τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24· ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Πλούτ. 2, 91Β. ― Παθ., συνεισάγεται, ἀκολουθεῖ συγχρόνως, ἐπὶ ἐπιδράσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2, 86· ― ῥηματ. ἐπίθετ. συνεισακτέον, δεῖ συνεισάγειν, Ὠριγέν. τ. 1, σ. 181Α.

French (Bailly abrégé)

introduire avec ou en même temps, acc. ; fig. amener : τινί τι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, εἰσάγω.

Greek Monolingual

ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.

Greek Monolingual

ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.