συνεξιχνεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=suivre ensemble à la piste.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξιχνεύω]].
|btext=suivre ensemble à la piste.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξιχνεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ανακαλύπτω]] ύστερα από [[κοινή]] [[έρευνα]] με κάποιον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξιχνεύω]] «[[εξιχνιάζω]], [[ανακαλύπτω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ανακαλύπτω]] ύστερα από [[κοινή]] [[έρευνα]] με κάποιον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξιχνεύω]] «[[εξιχνιάζω]], [[ανακαλύπτω]]»].
|mltxt=Α<br />[[ανακαλύπτω]] ύστερα από [[κοινή]] [[έρευνα]] με κάποιον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξιχνεύω]] «[[εξιχνιάζω]], [[ανακαλύπτω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξιχνεύω Medium diacritics: συνεξιχνεύω Low diacritics: συνεξιχνεύω Capitals: ΣΥΝΕΞΙΧΝΕΥΩ
Transliteration A: synexichneúō Transliteration B: synexichneuō Transliteration C: syneksichneyo Beta Code: sunecixneu/w

English (LSJ)

   A trace out along with, τινί τι Plu.Cic.18.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξιχνεύω: ἐξιχνεύω ὁμοῦ μετά τινος, πολλούς ἔχων ἔξωθεν ἐπισκοποῦντας τὰ πραττόμενα καὶ συνεξιχνεύοντας αὐτῷ Πλουτ. Κικ. 18.

French (Bailly abrégé)

suivre ensemble à la piste.
Étymologie: σύν, ἐξιχνεύω.

Greek Monolingual

Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].

Greek Monolingual

Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].