συκῆ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(39)
(6)
Line 16: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του [[συκέα]]) <b>βλ.</b> [[συκιά]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του [[συκέα]]) <b>βλ.</b> [[συκιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῠκῆ:''' ἡ, Ιων. και Επικ. σῡκέη· Ιων. γεν. πληθ. <i>συκέων</i> ή <i>συκεέων</i> ([[σῦκον]])·<br /><b class="num">1.</b> δέντρο [[συκιά]], Λατ. [[ficus]] (ο [[καρπός]] είναι το [[σῦκον]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> = [[σῦκον]] I, [[καρπός]] συκιάς, [[σύκο]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 973] ἡ, s. das Vorige.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
contr. p. συκέα, συκέη.

English (Strong)

from σῦκον; a fig-tree: fig tree.

English (Thayer)

συκῆς, ἡ (contracted from συκεα), from Homer down, Hebrew תְּאֵנָה, a fig-tree: Revelation 6:13. (Cf. Löw, Aram. Pflanzennamen, § 335.)

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του συκέα) βλ. συκιά.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του συκέα) βλ. συκιά.

Greek Monotonic

σῠκῆ: ἡ, Ιων. και Επικ. σῡκέη· Ιων. γεν. πληθ. συκέων ή συκεέων (σῦκον
1. δέντρο συκιά, Λατ. ficus (ο καρπός είναι το σῦκον), σε Ομήρ. Οδ.
2. = σῦκον I, καρπός συκιάς, σύκο, σε Αριστοφ.