σύμφρουρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σε <b>επιγρ.</b> [[σύμπρουρος]], ὁ, Α<br />αυτός που φρουρεί [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φρουρός]]].
|mltxt=και σε <b>επιγρ.</b> [[σύμπρουρος]], ὁ, Α<br />αυτός που φρουρεί [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φρουρός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμφρουρος:''' -ον ([[φρουρά]]), αυτός που φρουρεί από κοινού, [[μέλαθρον]] σύμφρουρον [[ἐμοί]], το δωμάτιό μου, που φυλάει [[σκοπιά]] μαζί μου, δηλ. στο οποίο [[παραμένω]] [[ξάγρυπνος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφρουρος Medium diacritics: σύμφρουρος Low diacritics: σύμφρουρος Capitals: ΣΥΜΦΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: sýmphrouros Transliteration B: symphrouros Transliteration C: symfrouros Beta Code: su/mfrouros

English (LSJ)

ον,

   A watching with, μέλαθρον ξύμφρουρον ἐμοί the chamber that keeps watch with me, i.e. in which I lie sleepless, S.Ph. 1453 (anap.).    II Thess. σύμφρουρος, ὁ, joint-φρουρός, Ἀρχ. Ἐφ. 1911.124 (Gonni); also σύμπρουρος, IG9(2).1058 (pl., Mopsium).

German (Pape)

[Seite 993] mit oder zugleich wachend, übertr., ὦ μέλαθρον ξύμφρουρον ἐμοί, Soph. Phil. 1439, wohl = das bei, mit mir aushält.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφρουρος: -ον, ὁ φρουρῶν μετά τινος, χαῖρ’ ὦ μέλαθρον σύμφρουρον ἐμοί, χαῖρε, ὦ κατοικία μου, ἡ διελθοῦσα πολλὰς ἀγρύπνους μετ’ ἐμοῦ νύκτας, Σοφ. Φιλ. 1453.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui veille avec, compagnon ou témoin de, τινι.
Étymologie: σύν, φρουρός.

Greek Monolingual

και σε επιγρ. σύμπρουρος, ὁ, Α
αυτός που φρουρεί μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φρουρός].

Greek Monolingual

και σε επιγρ. σύμπρουρος, ὁ, Α
αυτός που φρουρεί μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φρουρός].

Greek Monotonic

σύμφρουρος: -ον (φρουρά), αυτός που φρουρεί από κοινού, μέλαθρον σύμφρουρον ἐμοί, το δωμάτιό μου, που φυλάει σκοπιά μαζί μου, δηλ. στο οποίο παραμένω ξάγρυπνος, σε Σοφ.