συνεπινεύω: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(39) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συναινώ]] [[επίσης]], [[συγκατανεύω]] ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> (για ρήτορα) [[κάνω]] χειρονομίες ανάλογες [[καθώς]] [[εκφωνώ]] τον λόγο μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπινεύω]] «[[συναινώ]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συναινώ]] [[επίσης]], [[συγκατανεύω]] ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> (για ρήτορα) [[κάνω]] χειρονομίες ανάλογες [[καθώς]] [[εκφωνώ]] τον λόγο μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπινεύω]] «[[συναινώ]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπινεύω:''' <b class="num">1)</b> досл. утвердительно кивать головой, перен. подтверждать, одобрять, соглашаться (πᾶσι Plut.; ὅτι … Arst.);<br /><b class="num">2)</b> вместе предаваться, отдаваться (ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς τινι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A join in assenting, Arist.SE169a33, IPE2.52 (Panticapaeum, i A.D.), Wilcken Chr.14 ii 13 (i A.D.), Plu.2.53b; ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ταῖς ἡδοναῖς σ. ib.446a. 2 c. acc., join in granting, τίμαις (Aeol. acc. pl.) IGRom.4.1302.20 (Cyme, i B.C./i A.D.). II literally, of an orator's gestures in accordance with his speech, Phld.Rh.1.73S.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπινεύω: ἐπινεύω, συγκατανεύω, Ἀριστοτ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 7. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2114bb. 15· τινί, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι 3524, 20· ἐξ ὅλης ψυχῆς ταῖς ἡδοναῖς συν. τινὶ Πλούτ. 2. 446Α.
French (Bailly abrégé)
1 consentir à, τινι;
2 s’abandonner avec qqn à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπινεύω.
Greek Monolingual
Α
1. συναινώ επίσης, συγκατανεύω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. παραχωρώ κάτι από κοινού με άλλον
3. (για ρήτορα) κάνω χειρονομίες ανάλογες καθώς εκφωνώ τον λόγο μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπινεύω «συναινώ»].
Greek Monolingual
Α
1. συναινώ επίσης, συγκατανεύω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. παραχωρώ κάτι από κοινού με άλλον
3. (για ρήτορα) κάνω χειρονομίες ανάλογες καθώς εκφωνώ τον λόγο μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπινεύω «συναινώ»].
Russian (Dvoretsky)
συνεπινεύω: 1) досл. утвердительно кивать головой, перен. подтверждать, одобрять, соглашаться (πᾶσι Plut.; ὅτι … Arst.);
2) вместе предаваться, отдаваться (ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς τινι Plut.).