σύνολος: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, -όλη, -ον, Α [[ὅλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, [[ολόκληρος]], [[ολικός]] («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) <i>τὸ σύνολον</i><br />συνολικά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[σύνολος]] [[οὐσία]]» ή, [[απλώς]], «τὸ σύνολον» — η ύλη, η [[μορφή]] και το [[σχήμα]] ενός αντικειμένου («[[λέγω]] δὲ τὴν ὕλην, [[οἷον]] τὸν χαλκόν<br />τὴν δὲ μορφήν, τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἰδέας<br />τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνόλως]] Α<br />εντελώς, [[τελείως]], [[ολότελα]], πλήρως, καθ' ολοκληρίαν. | |mltxt=-ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, -όλη, -ον, Α [[ὅλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, [[ολόκληρος]], [[ολικός]] («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) <i>τὸ σύνολον</i><br />συνολικά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[σύνολος]] [[οὐσία]]» ή, [[απλώς]], «τὸ σύνολον» — η ύλη, η [[μορφή]] και το [[σχήμα]] ενός αντικειμένου («[[λέγω]] δὲ τὴν ὕλην, [[οἷον]] τὸν χαλκόν<br />τὴν δὲ μορφήν, τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἰδέας<br />τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνόλως]] Α<br />εντελώς, [[τελείως]], [[ολότελα]], πλήρως, καθ' ολοκληρίαν. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύνολος:''' -ον και -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> όλος μαζί, [[συνολικός]], [[σύσσωμος]], [[σύμπας]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ σύνολον</i> ως επίρρ., συνολικά, [[συλλήβδην]], γενικά, εν γένει, στον ίδ. κ.λπ.· ομαλ. επίρρ. [[συνόλως]], σε Ισοκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, Arist.Metaph.1037a32; also η, ον ib.26, Pl.Plt.299d:—
A all together, ll. cc., POxy.1420.11 (ii A.D.); συνόλη ἡ κώμη PGen. 54.23 (iv A.D.); τὸ σῶμα τὸ σ. Arist.HA491a28, etc.; ἡ σ. οὐσία the complete substance, i.e. the εἶδος with the ὕλη, Id.Metaph.1037a32; τὸ σ. in this sense, ib.995b35, 1060b24; but τὸ σ. τὸ ἐκ τούτων (viz. σῶμα and εὐκινητότατον εἰς τὸν ἄνω τόπον) συντιθέμενον the whole composed of these (here genus and differentia), Id.Top.130a12. II τὸ σ. as Adv., on the whole, in general, Pl.Sph.220b, Lg.654b, D.61. 21, Philem.2, Sor.2.16, etc.; ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Thphr.CP2.3.3; after a neg., at all, whatsoever, μὴ εἶναι χρῆσθαι τὸ ξ. IG12.6.43; οὐδὲν τὸ σ. PFlor.32b15 (iii A.D.), cf. PGrenf.2.76.18 (iv A.D.), etc. 2 regul. Adv. -λως Isoc.12.217, Ph.1.228, Ath.1.31b.
German (Pape)
[Seite 1030] ganz und zusammen; τῆς περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης, Plat. Polit. 299 d; τὸ σύνολον, das Ganze zusammen, Soph. 220 b. – Adv. συνόλως, überhaupt, durchaus, Sp., wie Luc.
Greek (Liddell-Scott)
σύνολος: -ον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 11, 17· ὡσαύτως η, ον αὐτόθι 15, Πλάτ. Πολιτ. 299D· ― ὅλος ὁμοῦ, Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὸ σῶμα τὸ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἡ σ. οὐσία ἢ τὸ σύνολον, «λέγω δὲ τὸ σύνολον ὅταν κατηγορηθῇ τι τῆς ὕλης· ἢ οὐθὲν» Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 42, 9· «ἅμα δὲ καὶ πῶς γίνεται ἡ ὕλη τούτων ἕκαστον καὶ ἔστι τὸ σύνολον ἄμφω ταῦτα;» 52. 11· «λέγω δὲ τὴν ὕλην, οἷον τὸν χαλκόν· τὴν δὲ μορφήν, τὸ σχῆμα τῆς ἰδέας· τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον» 6. ΙΙ. τὸ σύνολον, ὡς ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, γενικῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 220Β, Νόμ. 654Β, Δημ. 1407. 24, Φιλήμ. ἐν «Ἀγύρτῃ» 1. κτλ.· ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 3. 2) τὸ κανονικὸν ἐπίρρ. συνόλως ἀπαντᾷ παρ’ Ἰσοκρ. 278Β, Ἀθήν. 3. Β.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
tout ensemble, entier, complet ; adv. • τὸ σύνολον en général.
Étymologie: σύν, ὅλος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, -όλη, -ον, Α ὅλος
1. αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, ολόκληρος, ολικός («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», Πλάτ.)
2. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) τὸ σύνολον
συνολικά
3. φρ. «ἡ σύνολος οὐσία» ή, απλώς, «τὸ σύνολον» — η ύλη, η μορφή και το σχήμα ενός αντικειμένου («λέγω δὲ τὴν ὕλην, οἷον τὸν χαλκόν
τὴν δὲ μορφήν, τὸ σχῆμα τῆς ἰδέας
τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον», Αριστοτ.).
επίρρ...
συνόλως Α
εντελώς, τελείως, ολότελα, πλήρως, καθ' ολοκληρίαν.
Greek Monotonic
σύνολος: -ον και -η, -ον,
I. όλος μαζί, συνολικός, σύσσωμος, σύμπας, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. τὸ σύνολον ως επίρρ., συνολικά, συλλήβδην, γενικά, εν γένει, στον ίδ. κ.λπ.· ομαλ. επίρρ. συνόλως, σε Ισοκρ.