φιν: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(45) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /> <b>άκλ.</b> <b>ναυτ.</b> μικρό μονόκωπο [[σκάφος]] αγώνων.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> σουηδ. <i>finn</i>. Στην Ελλ. [[γλώσσα]] ο όρος πέρασε μέσω της γαλλ. (<b>πρβλ.</b> και γαλλ. <i>finn</i>)]. | |mltxt=το, Ν<br /> <b>άκλ.</b> <b>ναυτ.</b> μικρό μονόκωπο [[σκάφος]] αγώνων.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> σουηδ. <i>finn</i>. Στην Ελλ. [[γλώσσα]] ο όρος πέρασε μέσω της γαλλ. (<b>πρβλ.</b> και γαλλ. <i>finn</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φιν:''' βλ. -φι. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
= σφιν,
A v. σφεῖς A.11.
A v. -φι.
Greek (Liddell-Scott)
φιν: ἀντὶ σφιν, ἴδε ἐν λέξ. σφεῖς.
English (Autenrieth)
a vestige of several old caseendings, appended to the stem-vowel of the various declensions, (1st decl.) -ηφι, -ῆφι (but ἐσχαρόφι), (2d decl.) -όφι, (3d decl.) -έσφι (but ναῦφι); of persons only in two words, θεόφι, αὐτόφι. The form produced by the suffix may stand for a gen. (ablative), or a dative (instrumental, locative), with or without prepositions.
see φι.
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ. ναυτ. μικρό μονόκωπο σκάφος αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουηδ. finn. Στην Ελλ. γλώσσα ο όρος πέρασε μέσω της γαλλ. (πρβλ. και γαλλ. finn)].
Greek Monotonic
φιν: βλ. -φι.