ταλαύρινος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που μάχεται με τη [[βοήθεια]] ασπίδας από χοντρό [[δέρμα]] ταύρου («...[[πρίν]] γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος [[ἆσαι]] Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ταλαύρινον</i><br />α) με [[δύναμη]], ισχυρά<br />β) καρτερικά («το μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταλαύρινος]] χρως» — χοντρό, ανθεκτικό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ταλαύρινος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ταλαFρινος</i> [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ταλα</i> με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας <i>tel</i><i>ā</i>- «[[σηκώνω]], [[μεταφέρω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) και β' συνθετικό του τ. [[ῥινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fρινός</i>) «[[δέρμα]]»].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που μάχεται με τη [[βοήθεια]] ασπίδας από χοντρό [[δέρμα]] ταύρου («...[[πρίν]] γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος [[ἆσαι]] Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ταλαύρινον</i><br />α) με [[δύναμη]], ισχυρά<br />β) καρτερικά («το μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταλαύρινος]] χρως» — χοντρό, ανθεκτικό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ταλαύρινος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ταλαFρινος</i> [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ταλα</i> με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας <i>tel</i><i>ā</i>- «[[σηκώνω]], [[μεταφέρω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) και β' συνθετικό του τ. [[ῥινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fρινός</i>) «[[δέρμα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλαύρῑνος:''' -ον (*τλάωϜρινός), αυτός που κρατά [[ασπίδα]] φτιαγμένη από σκληρό [[δέρμα]] ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ταλαύρινος]] [[χρώς]], παχύ, χοντρό, ισχυρό [[δέρμα]], σε Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., <i>ταλαύρινον πολεμίζειν</i>, να μάχεσαι ισχυρά, με [[εγκαρτέρηση]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαύρῑνος Medium diacritics: ταλαύρινος Low diacritics: ταλαύρινος Capitals: ΤΑΛΑΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: talaúrinos Transliteration B: talaurinos Transliteration C: talayrinos Beta Code: talau/rinos

English (LSJ)

ον, (Τλάω, ϝρινός)

   A bearing a shield of bull's-hide, epith. of Ares, τ. πολεμιστής Il.5.289, 20.78, etc.; so of Πόλεμος, Ar. Pax241; and, jokingly, of Lamachus, Id.Ach.964; τ. χρώς a thick tough hide, AP7.208 (Anyte): neut. as Adv., ταλαύρινον πολεμίζειν to fight toughly, stoutly, Il.7.239 (or masc., to fight as a bearer of a bull's-hide shield).

German (Pape)

[Seite 1065] (für ταλά-Fρινος), mit dem stierledernen Schilde den Kampf bestehend, Stöße damit auffangend, od. dem Andrange stierlederner Schilde widerstehend; Beiwort des Ares, ταλ. πολεμιστής, Il. 5, 289. 20, 78. 22, 267; auch adv., in allgemeiner Bdtg, ταλαύρινον πολεμίζειν, 7, 239, standhaft, muthig kämpfen; Ar. Ach. 928 nennt den Lamachos so, vgl. Pax 241. – Bei Anyte 15 (VII, 208) ist χρὼς ταλ. ἵππου die Haut, die Etwas aushalten kann, dickfellig.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαύρῑνος: -ον, (ταλα *τλάω, ϝρινός, πρβλ. ταλαϝεργός) ὁ φέρων ἀσπίδα ἐξ ἰσχυροῦ δέρματος ταύρου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως μεταφορ., καρτερικός, ἀτρόμητος, ἀκαταμάχητος, τ. πολεμιστὴς Ἰλ. Ε. 289, Υ. 78, κλπ.· οὕτω, Πόλεμος Ἀριστοφ. Εἰρ. 241· καὶ ἐμπαικτικῶς ἐπὶ τοῦ Λαμάχου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 964 ταλ. χρώς, παχύ, χονδρόν, ἀντέχον, ἰσχυρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 7. 208. - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ταλαύρινον πολεμίζειν, ἰσχυρῶς, καρτερικῶς μάχεσθαι, Ἰλ. Η. 239.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cuir, càd au bouclier (de peau) résistant ; invincible, indomptable ; adv. • ταλαύρινον IL avec une force invincible.
Étymologie: τάλας, ῥινός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία του Άρεως) αυτός που μάχεται με τη βοήθεια ασπίδας από χοντρό δέρμα ταύρου («...πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ταλαύρινον
α) με δύναμη, ισχυρά
β) καρτερικά («το μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ταλαύρινος χρως» — χοντρό, ανθεκτικό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταλαύρινος < ταλαFρινος είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. ταλα με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας telā- «σηκώνω, μεταφέρω» (βλ. λ. τάλας) και β' συνθετικό του τ. ῥινός (< Fρινός) «δέρμα»].

Greek Monotonic

τᾰλαύρῑνος: -ον (*τλάωϜρινός), αυτός που κρατά ασπίδα φτιαγμένη από σκληρό δέρμα ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.· ταλαύρινος χρώς, παχύ, χοντρό, ισχυρό δέρμα, σε Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., ταλαύρινον πολεμίζειν, να μάχεσαι ισχυρά, με εγκαρτέρηση, σε Ομήρ. Ιλ.