υπόσχεση: Difference between revisions
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(44) |
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑπόσχεσις]], -έσεως, ΝΜΑ<br />η [[διαβεβαίωση]] ότι θα κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να αναλαμβάνει [[κανείς]] την [[υποχρέωση]] να κάνει [[κάτι]] (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις [[αλλά]] δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν [[ἔργον]] σοι [[γενέσθαι]]», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ἐγὼ δ' ἂν οὐ κραίνοιμ'... ὑπόσχεσιν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «[[οὐδέ]] τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν, ἥν περ ύπέσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οτι1111δήποτε υποσχέθηκε να κάνει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπόσχεση]] [[αντί]] καταβολής»<br />(αστ. δίκ.) [[ανάληψη]] από τον οφειλέτη [[νέας]] υποχρέωσης σε [[αντικατάσταση]] της αρχικά οφειλόμενης παροχής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(ρητ.)</b> [[προκατασκευή]] («ἣν οἱ μὲν φιλόσοφοι σκοπὸν λόγου καλοῡσιν, οἱ δὲ ῥήτορες προέκθεσιν καὶ ὑπόθεσιν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επάγγελμα]] («[[τἀναντία]] | |mltxt=η / [[ὑπόσχεσις]], -έσεως, ΝΜΑ<br />η [[διαβεβαίωση]] ότι θα κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να αναλαμβάνει [[κανείς]] την [[υποχρέωση]] να κάνει [[κάτι]] (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις [[αλλά]] δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν [[ἔργον]] σοι [[γενέσθαι]]», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ἐγὼ δ' ἂν οὐ κραίνοιμ'... ὑπόσχεσιν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «[[οὐδέ]] τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν, ἥν περ ύπέσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οτι1111δήποτε υποσχέθηκε να κάνει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπόσχεση]] [[αντί]] καταβολής»<br />(αστ. δίκ.) [[ανάληψη]] από τον οφειλέτη [[νέας]] υποχρέωσης σε [[αντικατάσταση]] της αρχικά οφειλόμενης παροχής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(ρητ.)</b> [[προκατασκευή]] («ἣν οἱ μὲν φιλόσοφοι σκοπὸν λόγου καλοῡσιν, οἱ δὲ ῥήτορες προέκθεσιν καὶ ὑπόθεσιν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επάγγελμα]] («[[τἀναντία]] ὑμῖν ἐπιτηδεύοντας καὶ διαφθείροντας τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχρέωση]] πληρωμής («[[ὑπόσχεσις]] ὀκτὼ δραχμῶν», παπ.)<br /><b>3.</b> [[σύμβαση]] για [[εκτέλεση]] έργου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑποσχε</i>- του ρ. <i>ὑπισχνοῦμαι</i> «[[υπόσχομαι]]» (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. β' [[ὑποσχέσθαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>πρβλ.</b> και [[σχέσις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 28 March 2021
Greek Monolingual
η / ὑπόσχεσις, -έσεως, ΝΜΑ
η διαβεβαίωση ότι θα κάνει κάποιος κάτι, το να αναλαμβάνει κανείς την υποχρέωση να κάνει κάτι (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν ἔργον σοι γενέσθαι», Λουκιαν.
γ. «ἐγὼ δ' ἂν οὐ κραίνοιμ'... ὑπόσχεσιν», Αισχύλ.
δ. «οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν, ἥν περ ύπέσταν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. οτι1111δήποτε υποσχέθηκε να κάνει κάποιος
2. φρ. «υπόσχεση αντί καταβολής»
(αστ. δίκ.) ανάληψη από τον οφειλέτη νέας υποχρέωσης σε αντικατάσταση της αρχικά οφειλόμενης παροχής
μσν.-αρχ.
(ρητ.) προκατασκευή («ἣν οἱ μὲν φιλόσοφοι σκοπὸν λόγου καλοῡσιν, οἱ δὲ ῥήτορες προέκθεσιν καὶ ὑπόθεσιν», Ευστ.)
αρχ.
1. επάγγελμα («τἀναντία ὑμῖν ἐπιτηδεύοντας καὶ διαφθείροντας τὸ ἀξίωμα τῆς ὑποσχέσεως», Λουκιαν.)
2. υποχρέωση πληρωμής («ὑπόσχεσις ὀκτὼ δραχμῶν», παπ.)
3. σύμβαση για εκτέλεση έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποσχε- του ρ. ὑπισχνοῦμαι «υπόσχομαι» (πρβλ. απρμφ. αορ. β' ὑποσχέσθαι) + κατάλ. -σις (πρβλ. και σχέσις)].