χίασμα: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(46) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chiasma | |Transliteration C=chiasma | ||
|Beta Code=xi/asma | |Beta Code=xi/asma | ||
|Definition=[ῑ], ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">cross-piece of wood</b>, <span class="bibl">Bito 54.3</span> (pl.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=[ῑ], ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">cross-piece of wood</b>, <span class="bibl">Bito 54.3</span> (pl.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[cross-bandage]], <span class="bibl">Sor.<span class="title">Fasc.</span>22</span> (in form χίεσμα), Gal.18(1).787.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 1 July 2020
English (LSJ)
[ῑ], ατος, τό,
A cross-piece of wood, Bito 54.3 (pl.). 2 cross-bandage, Sor.Fasc.22 (in form χίεσμα), Gal.18(1).787.
German (Pape)
[Seite 1355] τό, das Zeichen od. die Gestalt des χῖ, bes. das Zeichen der Unechtheit; – τὰ χιάσματα Kreuzhölzer, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
χίασμα: [ῑ], τό, δύο γραμμαὶ διαγωνίως τεμνόμεναι ὡς αἱ τοῦ γράμματος Χ, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 93Β. ΙΙ. τὰ χιάσματα, ξύλα διασταυρούμενα, Ἀρχ. Μαθ. 109· ἐπίδεσμοι σταυροειδεῖς, Γαλην.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και ιων. τ. χίεσμα Α [[[χιάζω]] (Ι)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χιάζω
2. υποστήριγμα που αποτελείται από δύο ξύλα συναρμοσμένα σε σχήμα Χ
3. (γενικά) διασταύρωση δύο πραγμάτων σε σχήμα Χ
νεοελλ.
1. το σημείο Χ, με το οποίο επισημαίνεται ένα νόθο ή αμφίβολο χωρίο σε έγγραφο
2. ανατ. το σημείο διασταύρωσης δύο δομών («τενόντιο χίασμα»)
3. βιολ. ορατή στο μικροσκόπιο δομή σχήματος Χ, που σχηματίζεται από ομόλογες χρωματίδες κατά τη μειωτική διαίρεση του κυττάρου
4. φρ. «οπτικό χίασμα»
α) ανατ. η διασταύρωση τών ινών τών οπτικών ταινιών σε σχήμα Χ, στο κεντρικό τμήμα του μέσου κρανιακού βόθρου, προτού σχηματίσουν τα οπτικά νεύρα
β) «σύνδρομο του οπτικού χιάσματος»
ιατρ. αμφικροταφική ημιανοψία, πτώση της οπτικής οξύτητας και αμφοτερόπλευρη ατροφία του οπτικού νεύρου, αλλ. χιασματικο σύνδρομο
αρχ.
σταυροειδής επίδεσμος.