τριόρχης: Difference between revisions
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, ο [[λάγνος]], ο [[ασυγκράτητος]] σεξουαλικά<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[κενταυρίς]]<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[σεραπιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρχις]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>ορχης</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, πρόκειται για δάνεια λ. που παρετυμολογικά έχει συνδεθεί με τη λ. [[ὄρχις]] και μτφ. έλαβε τη σημ. του λάγνου, του ακόλαστου]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, ο [[λάγνος]], ο [[ασυγκράτητος]] σεξουαλικά<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[κενταυρίς]]<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[σεραπιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρχις]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>ορχης</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, πρόκειται για δάνεια λ. που παρετυμολογικά έχει συνδεθεί με τη λ. [[ὄρχις]] και μτφ. έλαβε τη σημ. του λάγνου, του ακόλαστου]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τριόρχης:''' -ου, ὁ ([[ὄρχις]]), αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, είδος γερακιού, πιθ. ο [[γύπας]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with three testicles: metaph., very lecherous, Timae.145. II a kind of hawk, perh. buzzard, Buteo vulgaris, Ar.Av.1181, cf. Arist.HA 592b3, 609a24, 620a17, Thphr.HP9.8.7; τριόρχας αἰετούς Lyc. 148; παῖδες τ. (with pun on ὀρχέομαι) Ar.V.1534 cod. B (-οις codd. RV) (lyr.); v. τρίορχος. III = κενταυρίς 1, Plin.HN25.69 (where triorchis, mistranslating Thphr. l. c.). 2 = σεραπιάς, Aët.15.13, Paul. Aeg.4.25.
Greek (Liddell-Scott)
τριόρχης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τρεῖς ὄρχεις· μεταφορ. λίαν ἀσελγής, λάγνος, Τίμαιος παρὰ Πολυβ. 12. 15, 2. ΙΙ. εἶδος ἱέρακος ἢ ἰκτίνου, ἴσως Falco buteo, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1181, Σφ. 1534· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 1., 9. 1, 16., 36. 1· καὶ ἴδε τρίορχος. ΙΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ κενταυρίς, Plin. N. H. 25, 6, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 68.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de faucon, oiseau.
Étymologie: τρεῖς, ὄρχις.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. μτφ. αυτός που έχει τρεις όρχεις, ο λάγνος, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά
2. ονομασία αρπακτικού πτηνού
3. ονομασία του φυτού κενταυρίς
4. ονομασία του φυτού σεραπιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄρχις, κατά τα αρσ. σε -ης (πρβλ. ἔν-ορχης). Κατ' άλλη άποψη, όμως, πρόκειται για δάνεια λ. που παρετυμολογικά έχει συνδεθεί με τη λ. ὄρχις και μτφ. έλαβε τη σημ. του λάγνου, του ακόλαστου].
Greek Monotonic
τριόρχης: -ου, ὁ (ὄρχις), αυτός που έχει τρεις όρχεις, είδος γερακιού, πιθ. ο γύπας, σε Αριστοφ.