ὑπεραλγής: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί έντονο [[άλγος]], πολύ [[οδυνηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που νιώθει [[βαθιά]] [[οδύνη]], που πονάει [[πάρα]] πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐν</i>-<i>αλγής</i>, <i>περι</i>-<i>αλγής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί έντονο [[άλγος]], πολύ [[οδυνηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που νιώθει [[βαθιά]] [[οδύνη]], που πονάει [[πάρα]] πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐν</i>-<i>αλγής</i>, <i>περι</i>-<i>αλγής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεραλγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, υπερβολικά [[οδυνηρός]], [[θλιβερός]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A exceedingly grievous, τὸν ὑ. χόλον S.El.176 (lyr.). 2 suffering excessively, Plb.3.79.12.
German (Pape)
[Seite 1190] ές, gen. έος, übermäßigen Schmerz empfindend; χόλος, Soph. El. 176; Pol. 3, 79, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραλγής: -ές, γεν. έος, ὑπερβαλλόντως ἀλγεινός, θλιβερός, τὸν ὑπ. χόλον Σοφ. Ἠλ. 176. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπεραλγῆ χόλον· ἄγαν ὀδυνηρόν, λυπηρόν». 2) ὁ πάσχων ἢ ἀλγῶν ὑπερβαλλόντως, πλήρης πόνου, Πολύβ. 3. 79, 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très pénible.
Étymologie: ὑπέρ, ἄλγος.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που προκαλεί έντονο άλγος, πολύ οδυνηρός
2. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, που πονάει πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. ἐν-αλγής, περι-αλγής].
Greek Monotonic
ὑπεραλγής: -ές, γεν. -έος, υπερβολικά οδυνηρός, θλιβερός, σε Σοφ.