συστρατιώτης: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[συστρατιῶτις]], -ώτιδος, Α<br />[[στρατιώτης]] που υπηρετεί [[μαζί]] με άλλον [[κατά]] τον ίδιο χρόνο ή στην [[ίδια]] στρατιωτική [[μονάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> [[συμβοηθός]], [[συνεπίκουρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στρατιώτης]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[συστρατιῶτις]], -ώτιδος, Α<br />[[στρατιώτης]] που υπηρετεί [[μαζί]] με άλλον [[κατά]] τον ίδιο χρόνο ή στην [[ίδια]] στρατιωτική [[μονάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> [[συμβοηθός]], [[συνεπίκουρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στρατιώτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συστρᾰτιώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που υπηρετεί τη στρατιωτική του [[θητεία]] μαζί με κάποιον, [[σύντροφος]] στον στρατό, αυτός που είναι επίσης [[στρατιώτης]], Λατ. [[commilito]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρᾰτιώτης Medium diacritics: συστρατιώτης Low diacritics: συστρατιώτης Capitals: ΣΥΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Transliteration A: systratiṓtēs Transliteration B: systratiōtēs Transliteration C: systratiotis Beta Code: sustratiw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fellow-soldier, X.An.1.2.26, Pl.R.556c, Arist. EN1159b28, OGI218.45 (pl., Ilium, iii B.C., συσστ-), PTeb.793 iv 22 (pl., ii B.C., συνστ-), Ep.Phil.2.25: c. gen., τὸν ἑαυτῶν σ. Sammelb. 7456 (Ptolemaic, συνστ-), cf. Ostr.1535 (ii B.C., συνστ-):—fem. συστρᾰτηγ-ῶτις, ιδος, metaph., Them.Or.15.197c; τύχῃ σ. χρῆσθαι J.BJ6.9.1.

German (Pape)

[Seite 1045] Mitsoldat, Kriegsgefährte; Plat. Rep. VIII, 556 c; Xen. u. Sp., wie Luc. Mort. D, 29, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συστρατιώτης: -ου, ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς στρατιώτης ὤν, ὁμοῦ ὑπηρετῶν, «σύντροφος», Λατ. commilito, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26, Πλάτ. Πολ. 556C, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 9, 1· ― θηλ. ῶτις, ιδος. Θεμίστ. 197C· τύχη σ. χρῆσθαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 9. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compagnon d’armes.
Étymologie: σύν, στρατιώτης.

English (Strong)

from σύν and στρατιώτης; a co-campaigner, i.e. (figuratively) an associate in Christian toil: fellowsoldier.

English (Thayer)

(T Tr WH συνστρατιωτης (so Lachmann in Philiem.; cf. σύν, II. at the end)), συστρατιωτου, ὁ, a fellow-soldier, Xenophon, Plato, others; tropically, an associate in labors and conflicts for the cause of Christ: Philemon 1:2.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατιῶτις, -ώτιδος, Α
στρατιώτης που υπηρετεί μαζί με άλλον κατά τον ίδιο χρόνο ή στην ίδια στρατιωτική μονάδα
αρχ.
το θηλ. συμβοηθός, συνεπίκουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + στρατιώτης.

Greek Monotonic

συστρᾰτιώτης: -ου, ὁ, αυτός που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία μαζί με κάποιον, σύντροφος στον στρατό, αυτός που είναι επίσης στρατιώτης, Λατ. commilito, σε Ξεν. κ.λπ.